H Ευρωπαϊκή
Σύμβαση του Τοπίου ή Σύμβαση της Φλωρεντίας,
που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.3827/2010, δέκα χρόνια μετά την υπογραφή της,
αποτελεί το πρώτο περιφερειακής εμβέλειας νομικό κείμενο στο πεδίο του
διεθνούς δικαίου που αφορά αποκλειστικά στην προστασία του τοπίου, ως χώρου –
πλαισίου ζωής των ατόμων και των κοινωνιών. Η κύρωση της
Σύμβασης την κατέστησε αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής νομοθεσίας, με αυξημένη τυπική
ισχύ και υπεροχή των διατάξεων της έναντι των υπολοίπων της εθνικής κοινής
νομοθεσίας. Αποτέλεσμα αυτής της υπεροχής θα είναι η σταδιακή διείσδυση των
κατευθύνσεων της Σύμβασης στις διατάξεις της κοινής νομοθεσίας, οι οποίες
αναγκαστικά θα προσαρμοστούν και θα εναρμονιστούν με αυτές.
Με την Σύμβαση
αναγνωρίζεται η σπουδαιότητα του τοπίου
στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων οπουδήποτε, αναφέροντας όλες τις πιθανές
εκδοχές εμφάνισης του τοπίου, δηλαδή σε αστικές περιοχές, στην ύπαιθρο, σε
περιοχές υψηλής ποιότητας και σε περιοχές αναγνωρισμένες ως εξαιρετικού φυσικού
κάλους, αλλά για πρώτη φορά και σε
υποβαθμισμένες περιοχές, όπως και σε περιοχές χωρίς ιδιαιτερότητες. Το
τοπίο, κατά τη Σύμβαση, συμβάλλει στη διαμόρφωση της τοπικής κουλτούρας και αποτελεί
ένα βασικό συστατικό στοιχείο της Ευρωπαϊκής φυσικής και πολιτιστικής
κληρονομιάς, συνεισφέροντας στην ανθρώπινη ευημερία και παγίωση της Ευρωπαϊκής
ταυτότητας. Αποτελεί ένα σημείο − κλειδί για την ατομική και κοινωνική ευημερία και η προστασία, η διαχείριση και ο
σχεδιασμός του συνεπάγεται δικαιώματα και ευθύνες για τον καθένα.
Κάθε κράτος-μέλος που
προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Τοπίου οφείλει να προχωρήσει στη λήψη γενικών και συγκεκριμένων
μέτρων. Γενικών μέτρων, όπως είναι η νομική αναγνώριση των
τοπίων ή η εγκαθίδρυση και η εφαρμογή
πολιτικών για τα τοπία, που να αποσκοπούν στην προστασία, διαχείριση και
σχεδιασμό τους, και συγκεκριμένων μέτρων,
όπως είναι η αύξηση της ευαισθητοποίησης της κοινωνίας των πολιτών, η
κατάρτιση και η εκπαίδευση, η αναγνώριση και η εκτίμηση των τοπίων της χώρας, ο
καθορισμός στόχων ποιότητας των τοπίων αυτών κ.α.
Στη χώρα μας δεν υπάρχει αυτόνομο ακόμη ειδικό νομοθετικό πλαίσιο
πολιτικής τοπίου. Μέχρι
να θεσπιστεί ειδικός νόμος, το τοπίο προστατεύεται μέσω της ισχύουσας
νομοθεσίας. Η υφιστάμενη νομοθεσία της περιβαλλοντικής πολιτικής, της
προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και του πολεοδομικού και χωροταξικού
σχεδιασμού καλύπτουν εν μέρει το κενό της έλλειψης πολιτικής τοπίου, με
επάρκεια της νομοθεσίας για τις προστατευόμενες περιοχές, αλλά με έλλειπες
νομικό καθεστώς προστασίας, σχεδιασμού και διαχείρισης στα συνηθισμένα ή στα
υποβαθμισμένα τοπία.