11 Απριλίου 2012

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ

Η ανάλυση του τοπίου που θα υποδεχθεί ένα τεχνικό έργο υποδομής αποτελεί την τεκμηρίωση στην οποία βασίζεται ο σχεδιασμός για τη διαμόρφωση του τοπίου. Ορίζεται ως «αποτίμηση των παραγόντων και των δυνάμεων που διαμόρφωσαν το τοπίο και περιλαμβάνει κατηγορίες πληροφόρησης όπως τους τοπιολογικούς παράγοντες, τους κοινωνικοοικονομικούς και πολιτιστικούς και την οπτική οργάνωση που καθρεφτίζει την επίδραση των δυο αυτών». [1]

Η ανάλυση του τοπίου εξελίχθηκε εξαρχής προς δύο κύριες κατευθύνσεις, την οικολογική ανάλυση και την οπτική ή αντιληπτική ανάλυση.[2]

Η οικολογική ανάλυση εξετάζει κυρίως την οικολογική δομή και λειτουργικότητα, τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των στοιχείων, προσδιορίζει την ικανή χωρητικότητα για αλλαγή ώστε να μη θιγεί η υπάρχουσα ισορροπία ή να προβλεφθεί μια νέα κατάσταση οικολογικής ισορροπίας. Για την πραγματοποίηση μιας οικολογικής ανάλυσης θεωρητικό υπόβαθρο μας προσφέρει η οικολογία τοπίου.

Η οικολογία τοπίου αποτελεί ένα νέο κλάδο της επιστήμης, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά την δεκαετία του 1970 στην Ευρώπη. Μπορεί να οριστεί ως η μελέτη των λειτουργικών, δομικών και χρονικών ιδιοτήτων ενός τοπίου, που αποτελείται από χαρακτηριστική διάταξη οικοσυστημάτων και μελετά τοπία μεσαίας ή μεγάλης κλίμακας.[3]  

Η οικολογία τοπίου χρησιμοποιεί σύγχρονα γεωπληροφοριακά συστήματα (Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών – GIS), σε συνδυασμό με μεθόδους ψηφιακής επεξεργασίας αεροφωτογραφιών, με συνέπεια την αναλυτική και αξιόπιστη αποτύπωση του τοπίου και ανάλυση των διαχρονικών του αλλαγών. Χρησιμοποιείται δε εκτός από την ανάλυση τοπίων μεσαίας ή μεγάλης κλίμακας, σε ζητήματα διαχειριστικών πρακτικών όπως είναι η μεταβολή της βιοποικιλότητας, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο τοπίο κ.α.

Στη οικολογία τοπίου τα βασικά χαρακτηριστικά του τοπίου είναι:[4]
  • Η δομή (structure) που αφορά τις σχέσεις που αναπτύσσονται στο χώρο μεταξύ χαρακτηριστικών ευδιάκριτων στοιχείων των οικοτόπων του τοπίου.
  • Η λειτουργία (function) που αφορά τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των στοιχείων του χώρου και των δομικών χαρακτηριστικών του τοπίου, όπως είναι οι ροές της ενέργειας, της ύλης και των ειδών.
  • Η αλλαγή (change) που αναφέρεται στη μεταβολή της δομής και της λειτουργίας του τοπίου με το πέρασμα του χρόνου, που οφείλεται κυρίως σε ανθρωπογενείς αιτίες (εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής, εγκατάλειψη της γης, υλοτομίες, επίδραση της βόσκησης, αστική ανάπτυξη, κατασκευή δρόμων, κατασκευή τεχνιτών υδάτινων μαζών και φραγμάτων, εξορύξεις, η πολιτική απόλυτης προστασίας κλπ) και λιγότερο σε φυσικές αιτίες (πλημμύρες, πυρκαγιές κλπ).

Το χωρικό μοτίβο ενός τοπίου ή μιας περιφέρειας απαρτίζεται εξολοκλήρου από τρεις τύπους στοιχείων: [5]
  • Χωροψηφίδες (patches), όπως είναι μια λίμνη, μια συστάδα δέντρων κλπ, και ορίζονται ως μη γραμμικές επιφανειακές περιοχές που διαφέρουν στη βλάστηση και στο τοπίο από τα περίχωρά τους. Είναι μονάδες γης ή ενδιαιτήματος που είναι ετερογενείς όταν συγκρίνονται με το σύνολο.
  • Διάδρομοι (corridors), όπως είναι τα ποτάμια, οι δρόμοι κλπ, που είναι γραμμικές χωροψηφίδες που χρησιμοποιούνται από το νερό, την άγρια πανίδα ή τους ανθρώπους και διακρίνονται σε γραμμικούς (φράχτες, πρανή δρόμων), λωρίδες (αντιπυρικές ζώνες),  δίκτυα (δρόμοι, μονοπάτια, οικολογικά δίκτυα) και υδάτινους.
  • Θεμελιώδης επιφάνεια / μήτρα (matrix) είναι η θεμελιώδης επιφάνεια, το κυρίαρχο δομικό στοιχείο του τοπίου, ο πιο εκτενής τύπος τοπίου και παίζει κυρίαρχο ρόλο στη λειτουργία του τοπίου. Είναι η επιφάνεια όπου τοποθετούνται οι χωροψηφίδες και οι διάδρομοι και η οποία ασκεί ισχυρή επιρροή σε όλες τις διεργασίες που συμβαίνουν μέσα σε αυτήν.

Τα βασικά δομικά συστατικά του τοπίου ανάλογα με τον τρόπο που είναι κατανεμημένα δημιουργούν τους διάφορους τύπους διάρθρωσης του τοπίου (πχ. τοπία μωσαϊκό, πλέγμα ή σχάρα), ενώ διακρίνονται τέσσερις βασικοί τύποι τοπίου: α) τοπία με διάσπαρτες χωροψηφίδες, β) τοπία με πλέγμα διαδρόμων ή και συνδυασμού με χωροψηφίδες, γ) τοπία με αλληλομπλεκόμενα σαν δάκτυλα τα βασικά δομικά συστατικά τους και δ) τοπία σκακιέρα.[6]

Αναγνωρίζοντας τη διάρθρωση του τοπίου, αποτυπώνονται στη συνέχεια τα οικολογικά χαρακτηριστικά που αποτελούν το προφίλ του τοπίου:
  • Ζώνη τοπίου
  • Κλίμα
  • Έδαφος/ μορφές γαιών
  • Βλάστηση/είδη (δένδρα, θάμνοι, καλλιέργειες)
  • Τύποι τοπίου
  • Προστατευόμενες περιοχές
  • Χρήσεις γης

Τα δεδομένα αυτά αφού περαστούν σε κάποιο Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφοριών, μπορούν να χαρτογραφηθούν και να ποσοτικοποιηθούν μέσω διαφόρων περιβαλλοντικών δεικτών ή δεικτών τοπίου, που αποτελούν σημαντικό εργαλείο στη διαχείριση του τοπίου, και να δώσουν πολύτιμες πληροφορίες για την αλλαγή ή τη διαχείριση ενός τοπίου.

Για την εκτίμηση τοπίου, τα δεδομένα χαρτογραφούνται σε διάφορα επίπεδα (θεματικοί χάρτες), τα οποία χρησιμοποιούνται με τη μορφή επίθεσης των διαφόρων επιπέδων πληροφοριών (επιτίθενται το ένα επί του άλλου - map overlay), ώστε να υπάρξει ένας συνδυασμός πληροφοριών που οδηγεί σε συμπεράσματα και προσδιορισμό των ισχυρών και απειλούμενων σημείων, αλλά και τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του τοπίου (S.W.O.T. analysis).

Η οπτική ή αντιληπτική ανάλυση αποτελεί μια περιγραφική προσέγγιση του τοπίου για τον προσδιορισμό κάποιας καταλληλότητας να δεχθεί αλλαγές, τροποποιήσεις, μεταβολές ή να προσδιορίσει τις αρχές της οργάνωσης, ώστε τα αισθητά αποτελέσματα μετά την επέμβαση να είναι συνειδητά.[7] Επιδιώκει τον προσδιορισμό του τοπίου μέσω της οπτικής του κυρίως αποτύπωσης, με την απογραφή των διαφόρων συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή που εξετάζεται: της μορφολογίας του ανάγλυφου, του εδάφους, της βλάστησης, των υδρολογικών στοιχείων και των χρήσεων γης. Βασίζεται στις αισθήσεις και την αντίληψη του χώρου που διαμορφώνουν τα παρακάτω οπτικά στοιχεία/φαινόμενα:[8]
  • Σταθερά στοιχεία του τοπίου: η μορφή, η γραμμή, το χρώμα και η υφή
  • Μεταβλητά στοιχεία του τοπίου: η κίνηση, το φως, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες, η  εποχή του έτους, η απόσταση, η θέση του παρατηρητή, η  κλίμακα και ο χρόνος

Με την οπτική ή αντιληπτική ανάλυση η περιοχή χωρίζεται σε επιμέρους ενότητες με τρόπο ώστε η κάθε ενότητα να αποτελεί μία ανεξάρτητη οπτική μονάδα. Απαιτούνται επί τόπου επισκέψεις, λήψη φωτογραφιών, σκίτσα ή άλλα μέσα παρουσίασης και η εκτίμηση του τοπίου γίνεται περιγραφικά και όχι αριθμητικά. Η οπτική ή αντιληπτική ανάλυση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στα μεγάλης κλίμακας τοπία.

Οι σύγχρονες τάσεις της αρχιτεκτονικής τοπίου όμως προτείνουν μια ανάλυση όχι μονοδιάστατα οικολογική ή οπτική, αντιληπτική, αλλά μια ανάλυση τοπίου που να  βασίζεται σε κριτήρια κοινωνικά, οικολογικά και αντιληπτικά για την πολλαπλή ανάγνωση του τοπίου. Η προσέγγιση αυτή καθιερώθηκε ως κοινωνικοοικονομική, οικολογική και αντιληπτική, περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω οικολογικά και αντιληπτικά στοιχεία, αλλά επιπλέον και τη διερεύνηση της ιστορίας του τόπου, τη φυσική και πολιτισμική και όλων εκείνων των παραγόντων που συμβάλλουν στη διαμόρφωση του τοπίου από πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις. Παρέχει μια αμεσότητα στη συσχέτιση του τοπίου με τον χρόνο, μια κατανόηση του τοπίου γι’ αυτούς που θα το χρησιμοποιήσουν, δίνοντας προτεραιότητα στο συλλογικό ενδιαφέρον κατά τη χρήση του τοπίου.[9]

Κατά την κοινωνικο-οικολογική και αντιληπτική ανάλυση, γίνεται ευρύτατα χρήση ποιοτικών διαγραμμάτων ανάλυσης τοπίου, στα οποία αποτυπώνονται οι λειτουργικές και οι οπτικές σχέσεις. Αυτό που διαφοροποιεί αυτά τα διαγράμματα από τα αντίστοιχα τοπογραφικά διαγράμματα της ίδιας περιοχής, είναι η υποκειμενικότητα των συστατικών του στοιχείων, που βασίζεται στην κρίση και την αντίληψη του μελετητή. Χρησιμοποιούνται παράλληλα με άλλα μέσα αντικειμενικής αποτύπωσης του τοπίου (τυποποιημένα έντυπα καταγραφής του τοπίου, φωτογραφίες, σκίτσα) και βασίζονται στην κριτική ανάλυση του μελετητή, καθώς ο τελευταίος φιλτράρει τις άπειρες πληροφορίες του τοπίου και αναγνωρίζει εκείνες τις πληροφορίες που είναι κρίσιμο να αποτυπωθούν στο διάγραμμα. Η σύνταξη αυτών των διαγραμμάτων απαιτεί καλή γνώση της θεωρίας του τοπίου και των τεχνικών αποτύπωσης του μέσω συμβολισμών, ώστε το διάγραμμα να είναι σαφές σχεδιαστικά και νοηματικά, για να αποτελέσει το κατάλληλο υπόβαθρο της ανάγνωσης του τοπιακού χαρακτήρα του τοπίου κατά τη φάση της εκτίμηση του.

Η εκτίμηση του τοπίου αποτελεί μια διαδικασία κατά την οποία μελετώνται τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν και τα διαγράμματα ποιότητας που προέκυψαν. Η διαδικασία αυτή προσδιορίζει την ποιότητά του τοπίου, το χαρακτήρα και τη ταυτότητα του, δηλαδή στην κεντρική ιδέα διαμόρφωσης του τοπίου, που οδηγεί τις σχεδιαστικές αποφάσεις του αρχιτέκτονα τοπίου.


[1] M. Laurie (1976), όπως αναφέρεται από Ανανιάδου – Τζημοπούλου Μ., 2003, Αρχιτεκτονική Τοπίου. Θεωρία. Κριτική, Διδακτικές σημειώσεις μαθήματος ΣΤ01 Αρχιτεκτονική Τοπίου, Θεωρία, Κριτική του ΔΠΜΣ Αρχιτεκτονική Τοπίου ΑΠΘ
[2] Ανανιάδου – Τζημοπούλου Μ., 2003, Αρχιτεκτονική Τοπίου. Θεωρία. Κριτική, Διδακτικές σημειώσεις μαθήματος ΣΤ01 Αρχιτεκτονική Τοπίου, Θεωρία, Κριτική του ΔΠΜΣ Αρχιτεκτονική Τοπίου ΑΠΘ
[3] Vos και Stordelder (1992), όπως αναφέρεται από Xιωτέλλη Κ., 2001, Εισαγωγή στην Οικολογία Τοπίου, παρουσίαση – διάλεξη στα πλαίσια του μαθήματος «Συντήρηση, αποκατάσταση, εξυγίανση τοπίου», ΔΠΜΣ Αρχιτεκτονική Τοπίου, Θεσσαλονίκη
[4] Ισπικούδης Ι., 2011, Ενότητες – Μονάδες τοπίου, παρουσίαση – διάλεξη στα πλαίσια του μαθήματος «Δασοκομία. Υδρολογία. Διαχείριση φυσικού περιβάλλοντος, αρχές και εφαρμογές στο σχεδιασμό τοπίου», ΔΠΜΣ Αρχιτεκτονική Τοπίου, Θεσσαλονίκη
[5] Xιωτέλλη Κ., 2001, Εισαγωγή στην Οικολογία Τοπίου, παρουσίαση – διάλεξη στα πλαίσια του μαθήματος «Συντήρηση, αποκατάσταση, εξυγίανση τοπίου», ΔΠΜΣ Αρχιτεκτονική Τοπίου, Θεσσαλονίκη
[6] Ισπικούδης Ι., 2011, Δασολογία – Σημειώσεις Αρχιτεκτονικής Τοπίου, ΔΠΜΣ Αρχιτεκτονική Τοπίου, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη
[7] Ανανιάδου – Τζημοπούλου Μ., 2003, Αρχιτεκτονική Τοπίου. Θεωρία. Κριτική, Διδακτικές σημειώσεις μαθήματος ΣΤ01 Αρχιτεκτονική Τοπίου, Θεωρία, Κριτική του ΔΠΜΣ Αρχιτεκτονική Τοπίου ΑΠΘ
[8] Χατζηστάθης Α., Ισπικούδης Ι., 1995, Προστασία της φύσης και αρχιτεκτονική του τοπίου, εκδ. Γιαχούδη, Θεσσαλονίκη
[9] Ανανιάδου – Τζημοπούλου Μ., 2003, Αρχιτεκτονική Τοπίου. Θεωρία. Κριτική, Διδακτικές σημειώσεις μαθήματος ΣΤ01 Αρχιτεκτονική Τοπίου, Θεωρία, Κριτική του ΔΠΜΣ Αρχιτεκτονική Τοπίου ΑΠΘ


4 Απριλίου 2012

ΤΑ ΤΕΧΝΙΚΑ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΛΕΤΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΤΟΠΙΟΥ


Είναι γνωστό ότι τα μεγάλα τεχνικά έργα μεταμορφώνουν το τοπίο. Η απουσία διερεύνησης και σχεδιασμού του τρόπου με τον οποίο αυτά εντάσσονται στο χώρο, οδήγησε στην πλειονότητα των περιπτώσεων σε υποβαθμισμένα τοπία, ενώ η επέμβαση στο τοπίο ενός τεχνικού έργου, μετά την κατασκευή του, δεν οδήγησε στο επιθυμητό αποτέλεσμα εναρμόνισης του έργου με το τοπίο.

Η παραδοχή ότι όλα τα τεχνικά έργα, η κάθε είδους ανάπτυξη, συμβαίνουν και συνεπάγονται την αλλαγή στο τοπίο (Hackett 1972), επέβαλλε και καθιέρωσε την αναγκαιότητα της σχεδιασμένης αλλαγής, τις θεσμοθετημένες μελέτες και τα έργα αρχιτεκτονικής τοπίου.[1] Στο εξωτερικό βέβαια... Γιατί στη χώρα μας υπολειπόμαστε ακόμη στον τομέα αυτό. Όχι βέβαια στη γνώση, έχουμε άλλωστε σπουδαίους δάσκαλους, αλλά στη θεσμοθέτηση. 

Τι είναι όμως η Αρχιτεκτονική Τοπίου? Όχι, δεν είναι κηπουρική... Είναι η επιστήμη, η τέχνη και η τεχνική που ασχολείται με τη μελέτη και το σχεδιασμό του τοπίου. Το επάγγελμα του αρχιτέκτονα τοπίου εμφανίζεται από πολύ παλιά, αρχικά ως κηποτέχνες, σχεδιαστές κήπων και πάρκων που έδρασαν σε όλο τον κόσμο, δημιουργώντας εξαιρετικά έως υπερβολικά πάρκα και κήπους, ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε εποχή. Η επιστήμη της Αρχιτεκτονικής Τοπίου, που θεωρείται ως μια από τις επιστήμες του περιβάλλοντος, άρχισε να διδάσκεται για πρώτη φορά στις ΗΠΑ, στο Πανεπιστήμιο Harvard το 1901. Στην Ευρώπη διδάχτηκε ως ανεξάρτητη επιστήμη το 1929 στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Στην Ελλάδα η Αρχιτεκτονική Τοπίου διδάχτηκε για πρώτη φορά ως αυτοτελές μάθημα το 1967, στη Γεωπονική Σχολή του ΑΠΘ και το 1974 στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ, ενώ ως αυτοτελές αντικείμενο Αρχιτεκτονικής Τοπίου διδάσκεται, σε μεταπτυχιακό επίπεδο από το 2003, από το Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Αρχιτεκτονική Τοπίου του ΑΠΘ.

Η Αρχιτεκτονική Τοπίου ασχολείται συστηματικά με το σχεδιασμό του τοπίου μετά τις δύσκολες συνθήκες και ανάγκες που προέκυψαν έπειτα από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, σχετιζόμενες με την ανάπτυξη και τις επιπτώσεις της στο τοπίο. Κάθε φορά που προγραμματίζεται μια διαμόρφωση του χώρου υπάρχει και το «πρόβλημα τοπίο».[2] Ο σχεδιασμός του τοπίου απαιτεί μια σύνθετη αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού. Ο αρχιτέκτονας τοπίου, μέσα από τη συνεργασία και με άλλες ειδικότητες επιστημόνων, καλείται να σχεδιάσει το τοπίο, μέσα από μια προσέγγιση πολυκριτηριακή: κριτήρια οικολογικά, κοινωνικά, οπτικά-περιγραφικά, αισθητικά, ιστορικά και οικονομικά. Η ωριμότητα μιας μελέτης, που αποτελεί σημαντικό κριτήριο για να ενταχθεί ένα έργο σε κάποιο χρηματοδοτικό πρόγραμμα, απαιτεί ολοκληρωμένη επίλυση στο «πρόβλημα έργο». Επομένως και στο «πρόβλημα τοπίο».  
Είναι σύνηθες στην χώρα μας ο σχεδιασμός της διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου να πραγματοποιείται εκ των υστέρων, μετά από τη μελέτη ή και την κατασκευή των έργων εκείνων που διαμορφώνουν τον χώρο. Η λανθασμένη αυτή τακτική, που πολύ συχνά χρησιμοποιούνταν για να καλυφθούν τα λάθη ή οι ελλείψεις που είχαν προηγηθεί εξαιτίας θεμάτων που δεν είχαν προβλεφτεί, σήμερα πρέπει να εκλείψει.
Τα έργα αρχιτεκτονικής τοπίου είναι έργα που αφορούν την αξιοποίηση, προστασία, διατήρηση, διαμόρφωση ή αποκατάσταση του τοπίου, έργα που αφορούν στην επίλυση προβλημάτων που έχουν σχέση με τη χρήση της γης, μέσα από την κατανόηση των φυσικών συστημάτων και σε σχέση με τις πολιτιστικές τάσεις και τις κοινωνικές ανάγκες. 

Μια μελέτη αρχιτεκτονικής τοπίου αποτελεί μια ολοκληρωμένη διαδικασία ανάλυσης δομών και στοιχείων, σχέσεων και αλληλεπιδράσεων ή ανάγνωσης της οργάνωσης και λειτουργίας του τοπίου, που στοχεύει στον προσδιορισμό των προοπτικών και δυνατοτήτων χρησιμοποίησης του τοπίου, στον προσδιορισμό δηλαδή της ικανοχωρητικότητας του, του δυναμικού και της καταλληλότητας του για διαμόρφωση. Καθοριστικά στοιχεία για τη μελέτη αποτελούν οι αρχικοί στόχοι της επέμβασης, η στιγμή της παρεμβολής της μελέτης στη γενικότερη διαδικασία επέμβασης στο χώρο και η βασική υπόθεση για το τοπίο. Μια τέτοια μελέτη μπορεί να εμφανίζεται είτε ως αυτόνομη μελέτη αρχιτεκτονικής τοπίου που σχεδιάζει έναν χώρο, είτε ως «τοπιακή παρεμβολή», μελέτη δηλαδή που συνοδεύει άλλη μελέτη επέμβασης και διαμόρφωσης του χώρου (πχ κάποιο έργο υποδομής).[3]

Στα τεχνικά έργα η μελέτη αρχιτεκτονικής τοπίου εξειδικεύεται συχνά ως μελέτη αποκατάστασης τοπίου, με σκοπό την αποκατάσταση του διαταραγμένου τοπίου από την κατασκευή του έργου, την ένταξη του στο υφιστάμενο τοπίο και την ανάδειξη τοποθεσιών που αξίζουν προσοχής (ιδιαίτερου φυσικού κάλλους ή πολιτιστικής κληρονομιάς). 

Τα στάδια μιας μελέτης αρχιτεκτονικής τοπίου ή μιας μελέτης αποκατάστασης τοπίου είναι τα εξής:
  • Ανάλυση και εκτίμηση του τοπίου, με προσδιορισμό του τοπιακού χαρακτήρα: τεχνική έκθεση, σκίτσα, ποιοτικά και λειτουργικά διαγράμματα
  • Σχέδια αποκατάστασης του τοπίου: σχέδιο γενικής οργάνωσης (masterplan), τομές, σχέδια λεπτομερειών, σκίτσα, τρισδιάστατες απεικονίσεις με προτάσεις για την αξιοποίηση και ανάδειξη χώρων ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και σημειακές σχεδιαστικές παρεμβάσεις
  • Σχέδιο φύτευσης
  • Σχέδιο φωτισμού
  • Σχέδιο άρδευσης
  • Προτάσεις για πρόσθετα τεχνικά έργα, εφόσον κρίνονται αναγκαία 

[1] Ανανιάδου – Τζημοπούλου Μ., 2010, Έργα αρχιτεκτονικής οδικών τοπίων: Εγνατία οδός, Αλεξανδρούπολη – Κήποι, Πόλεως Λόγος – Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Α. Φ. Λαγόπουλο, εκδόσεις University Studio Press, Θεσσαλονίκη
[2] Ανανιάδου – Τζημοπούλου Μ., 2003, Αρχιτεκτονική Τοπίου. Θεωρία. Κριτική, Διδακτικές σημειώσεις μαθήματος ΣΤ01 Αρχιτεκτονική Τοπίου, Θεωρία, Κριτική του ΔΠΜΣ Αρχιτεκτονική Τοπίου ΑΠΘ
[3] Ανανιάδου – Τζημοπούλου Μ., 2003, Αρχιτεκτονική Τοπίου. Θεωρία. Κριτική, Διδακτικές σημειώσεις μαθήματος ΣΤ01 Αρχιτεκτονική Τοπίου, Θεωρία, Κριτική του ΔΠΜΣ Αρχιτεκτονική Τοπίου ΑΠΘ