22 Δεκεμβρίου 2012

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΠΙΟΥ

101 αγαπημένα μου καλλωπιστικά φυτά εξωτερικών χώρων...
[κείμενο εργασίας]

1. Abies cephalonica – Ελάτη Κεφαληνιακή*
2. Calocedrus decurrens “Aureovariegata” – Καλόκεδρος*
3. Cedrus atlantica – Κέδρος Άτλαντος*
4. Cedrus deodara – Κέδρος Ιμαλαίων
5. Cedrus libani – Κέδρος Λιβάνου*
6. Ceratonia siliqua – Χαρουπιά, Ξυλοκερατιά *
7. Chamaerops humilis – Χαμαίρωψ*
8. Cupressocyparis x leylandii, Cupressus leylandii – Λέϊλαντ, Κουπρεσσοκυπάρισσος
9. Cupressus arizonica – Κυπαρίσσι Αριζόνικα
10. Cupressus sembervirens – Κυπαρίσσι ορθόκλαδο*
11. Eucalyptus globulus – Ευκάλυπτος*
12. Ilex aquifolium – Ήμερο πουρνάρι*
13. Juniperus communis – Άρκευθος κοινή, Γιουνίπερους*
14. Juniperus ocycedrus – Άρκευθος οξύκεδρος*
15. Magnolia grandiflora – Μανόλια μεγανθής*
16. Mespilus japonica, Eriobotrya japonica – Μεσπιλέα, Μουσμουλιά*
17. Olea europea – Ελιά*
18. Phoenix dactylifera – Φοίνιξ, Χουρμαδιά*
19. Picea abies, P. excelsa – Ερυθρελάτη
20. Pinus nigra – Πεύκη μαύρη*
21. Pinus pinea – Κουκουναριά
22. Pinus sylvestris – Πεύκη δασική
23. Quercus ilex – Αριά*
24. Taxus baccata – Τάξος, Ίταμος
25. Thuja orientalis – Τούγια ανατολής*

26. Αcer negundo – Σφενδάμι νεγούνδιο
27. Acer palmatum “Atropurpureum” – Σφενδάμι ιαπωνικό
28. Αcer platanoides – Σφενδάμι πλατανοειδές
29. Αcer pseudoplatanus – Σφενδάμι ψευδοπλάτανος
30. Aesculus hippocastanum – Ιπποκαστανιά
31. Ailanthus altissima - Αϊλανθος, Βρωμοκαρυδιά**
32. Albizzia julibrissin – Ακακία ροδομέταξη, Ακακία Κωνσταντινουπόλεως*
33. Betula pendula – Σημύδα
34. Catalpa bignonioides – Κατάλπη*
35. Cercis siliquastrum – Κουτσουπιά, Δένδρο του Ιούδα*
36. Elaeagnus anguistifolius – Ελαίαγνος*
37. Fagus sylvatica “Purpurea Nana” – Οξιά δασική ερυθρή
38. Ficus carica – Συκιά*
39. Liquidambar orientalis – Λικιδάμβαρη
40. Liriodendron tulipifera – Λιριόδενδρον, Τουλιπόδενδρο
41. Magnolia x soulangeana – Μανόλια σουλαντζιάνα
42. Platanus orientalis – Πλάτανος*
43. Populus alba – Λεύκη αργυρόφυλλη
44. Populus nigra “Italika” – Λεύκη μαύρη, καβάκι*
45. Prunus cerasifera “Atropurpurea” – Καλλωπιστική δαμασκηνιά, Προύνος


46. Abelia x grandiflora – Αμπέλια*
47. Arbutus unedo – Κουμαριά*
48. Buxus sempervirens – Πυξός, Πυξάρι*
49. Callistemon speciosus – Καλλιστήμονας*
50. Elaeagnus x ebbingei – Ελαίαγνος, Τζιτζιφιά*
51. Erica carnea – Ερείκη, Ρείκι*
52. Ligustrum japonicum – Λιγούστρο ιαπωνικό*
53. Myrtus communis – Μυρτιά κοινή*
54. Nerium oleander – Πικροδάφνη*
55. Phlomis fruticosa – Άσφακα, Φλόμος *
56. Photinia glabra – Φωτίνια*
57. Pittosporum tobira – Αγγελική*
58. Pyracantha coccinea – Πυράκανθος*
59. Rhamnus alaternus – Ράμνος*
60. Rosmarinus officinalis – Δενδρολίβανο*
61. Spartium junceum – Σπάρτο σχοινοειδές **

62. Berberis thunbergii “Atropurpurea” – Βερβερίδα*
63. Buddleja davidii – Βουτλέια ή Μπουτλέια*
64. Cassia marilandica – Κάσσια*
65. Chimonanthus fragrans, C. praecox – Χειμώνανθος
66. Cotoneaster horizontalis – Κυδωνίαστρο οριζοντιόκλαδο
67. Cydonia japonica, Chaenomeles speciosa – Κυδωνιά, Τσιντόνια Ιαπωνική
68. Cytisus scoparius – Σύτισος ή Κύτισος**
69. Forsythia x intermedia – Φορσύθια*
70. Philadelphus coronarius – Φιλάδελφος*
71. Poinciana gilliesii, Caesalpinia gilliesii – Ποϊντσιάνα*
72. Spiraea media – Σπειραία
73. Syringa vulgaris – Πασχαλιά
74. Tamarix parviflora – Τάμαριξ, Αρμυρίκι
75. Carex flagellifera (Κάρεξ)
76. Festuca glauca – Φεστούκα γλαυκή
77. Leymus arenarius (Λέϋμους)*
78. Pennisetum orientale (Πεννισέτουμ)

79. Ampelopsis quinquefolia, Parthenocissus quinquefolia – Παρθενόκισσος, Αμπέλοψη*
80. Bougainvillea glabra – Μπουγκανβίλια, Βουκαμβίλια*
81. Clematis vitalba – Κληματίδα*
82. Lonicera caprifolium – Αγιόκλιμα
83. Trachelospermum jasminoides, Rhynhospermum jasminoides – Τραχηλόσπερμο, Ρυχόσπερμο*

84. Carpobrotus chilensis – (Καρπομπρότους)*
85. Delosperma ashtonii – (Ντελοσπέρμα)*

86. Acanthus mollis – Άκανθος **
87. Αlyssum saxatile – Άλυσσο πολυετές*
88. Artemisia arborescens – Αρτεμισία, Αψιθιά *
89. Aster novi-belgii – Αστράκια
90. Chrysanthemum x morifolium – Χρυσάνθεμο
91. Cistus sp – Λαδανιά*
92. Coreopsis verticillata’’zagreb’’ – Κορέοψη*
93. Dianthus deltoides – Γαρύφαλλο*
94. Gazania x hybrid – Γκαζάνια*
95. Hypericum calycinum – Υπέρικο έρπον *
96. Iberis sempervirens – Ιβερίδα*
97. Lythrum salicaria – Λύθρο
98. Osteospermum fruticosum – Διμορφοθήκη*
99. Perovskia atriplicifolia – Περόβσκια*
100. Santolina chamaecyparissus – Λεβαντίνη*
101. Vervena bonariensis – Βερβένα*

ΤΑ ΡΕΜΑΤΑ & ΤΟ ΠΕΡΙΑΣΤΙΚΟ ΔΑΣΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ | ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΑΝΤΙΠΛΗΜΜΥΡΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΤΟΠΙΟΥ

[κείμενο εργασίας]

Η ερευνητική αυτή  εργασία πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του μαθήματος «Αρχιτεκτονική Τοπίου. Θεωρία. Κριτική» του α’ εξαμήνου σπουδών του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Αρχιτεκτονική Τοπίου του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών και της Γεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ, το οποίο διδάσκει η καθηγήτρια Μ. Ανανιάδου – Τζημοπούλου, για το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010. Εστιάζει στα ρέματά και το περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης. Ξεχασμένα, παρατημένα ή κακοποιημένα, τα ρέματα συνεχίζουν μέχρι σήμερα να διασχίζουν την πόλη, να φέρνουν κομμάτι του περιαστικού δάσους μέσα στον αστικό ιστό και να αποτελούν ακόμη και σήμερα, μια ευκαιρία για αξιοποίηση, μια ευκαιρία που οφείλουμε να υπενθυμίζουμε, να τονίζουμε, να προβάλλουμε σε κάθε περίπτωση. Πρόκειται για μία έρευνα κυρίως βιβλιογραφική, μια επισκόπηση των θεμάτων που αφορούν τα ρέματα της Θεσσαλονίκης και το περιαστικό δάσος, από 2 διαφορετικές οπτικές γωνίες: από την οπτική της υδραυλικής μηχανικής, που εστιάζει στην αντιπλημμυρική προστασία της πόλης και από την οπτική της αρχιτεκτονικής τοπίου, που αναδεικνύει την περιβαλλοντική κληρονομιά και επανακαθορίζει την χρήση των ρεμάτων ως τόπους συνάντησης, δράσης, αναψυχής. Για το λόγο αυτό η εργασία επιχειρεί να εισάγει, μέσω των ορισμών και κάποιων βασικών αρχών φιλοσοφίας και σχεδιασμού και των δυο κατευθύνσεων, τόσο τον πολιτικό μηχανικό στο πεδίο της αρχιτεκτονικής τοπίου, όσο και τον αρχιτέκτονα τοπίου στο πεδίο της υδραυλικής μηχανικής.
Σκοπός μιας τέτοιας εργασίας είναι, μέσω της καταγραφής των προτάσεων των δύο πεδίων, να προκαλέσει μια πρώιμη κριτική σκέψη ανάμεσα στις προτάσεις και τις πράξεις των φορέων που σχετίζονται με το αντικείμενο, να αναδείξει τις αδυναμίες της υφιστάμενης κατασκευαστικής φιλοσοφίας και πολιτικής, που οδήγησε σε κλείσιμο των ρεμάτων, αλλά και να επισημάνει την λανθασμένη αντιμετώπιση αυτών των ζωνών πρασίνου από τους ίδιους τους πολίτες της Θεσσαλονίκης, που τις απομόνωσαν από τον αστικό ιστό, καθιστώντας τες χώρους απόθεσης απορριμμάτων.
Είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό, πως καθώς ο χρόνος εξελίσσεται και η προστασία του περιβάλλοντος γίνεται (έστω και με αργούς ρυθμούς) κοινή συνείδηση των πολιτών και των κοινωνιών, ότι είναι δυνατή ακόμη η αντιστροφή της υφιστάμενης κατάστασης, με πλήρη αποκατάσταση και ανάδειξη των ρεμάτων, ακόμη και σε τμήματα που σήμερα είναι κλειστά. Και αν φαντάζει ουτοπικό σενάριο για τον ελλαδικό χώρο σήμερα, κοιτώντας τα παραδείγματα που ήδη υπάρχουν και τις περιβαλλοντικές πολιτικές που προτάσσονται και εφαρμόζονται για την ανακούφιση του περιβάλλοντος από όλο και περισσότερες κυβερνήσεις διεθνώς, γίνεται σαφές ότι η αειφορική περιβαλλοντική πολιτική μπορεί να οδηγήσει και σε τέτοιες προτάσεις.


[Χείμαρρος Λύτρα, οδός Δοϊράνης – 2010]

Το πρώτο κεφάλαιο της εργασίας ξεκινά με μια αναφορά στο κλίμα και τη γεωμορφολογία της Θεσσαλονίκης. Γίνεται μια καταγραφή των ρεμάτων της Θεσσαλονίκης και επισημαίνεται η τεράστια συμβολή του περιαστικού δάσους του Σέιχ – Σου στην αντιπλημμυρική προστασία της Θεσσαλονίκης, όπως και η οικολογική ισορροπία που προσφέρει η ύπαρξη του στην πόλη. 
Στο δεύτερο κεφάλαιο η εργασία προσεγγίζει τους ορισμούς και τις αρχές της αντιπλημμυρικής προστασίας, μέσα από την επιστήμη της υδραυλικής μηχανικής, ενώ στο τρίτο κεφάλαιο παραθέτονται τα έργα που έχουν κατασκευαστεί στην πόλη, αποτυπώνοντας την κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα ρέματα μέχρι σήμερα : αυτά που εξαφανίστηκαν κάτω από τεχνικά έργα υποδομής αλλά και αυτά που παραμένουν ανοιχτά μεν, αλλά δίχως αξιοποίηση ή προστασία, αποκομμένα από τον αστικό ιστό, κάποτε ακόμη και ως χώροι απόθεσης απορριμμάτων και άλλων άχρηστων αντικειμένων.
Στο τέταρτο κεφάλαιο επιχειρείται μια εισαγωγή στην Αρχιτεκτονική Τοπίου, με βασικούς ορισμούς και έννοιες που κρίθηκε σκόπιμο να ενταχθούν στην εργασία, στις αρχές στις οποίες βασίζεται ο σχεδιασμός και στον τρόπο που διαπραγματεύεται τις απαιτήσεις που προβάλλονται σήμερα πια, ως απολύτως αναγκαίες, και αφορούν την προστασία και την ανάδειξη του τοπίου. 
Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο καταγράφονται οι δράσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη μέσω συνεδρίων, ημερίδων, εκθέσεων, όλες μέσα από την οπτική της Αρχιτεκτονικής Τοπίου, με προτάσεις που έχουν κατατεθεί για την προστασία των ρεμάτων της πόλης και του περιαστικού δάσους, την αποκατάστασή τους και την απόδοσή τους στους κατοίκους της πόλης.
Συμπεράσματα:
Για πολλές δεκαετίες τα περισσότερα τεχνικά δημόσια έργα στην Ελλάδα έχουν μία διττή διάσταση κατά το σχεδιασμό τους, να επιλύσουν μέσω της κατασκευής κάποια προβλήματα (συγκοινωνιακά, ύδρευσης, αποχέτευσης κλπ) με κριτήρια αυστηρώς οικονομοτεχνικά, που αποσκοπούν σε μια σχεδιαστική λύση που συνδυάζει την ασφάλεια της κατασκευής με την οικονομία. Αυτή η αντιμετώπιση όμως σε ένα έργο που σχεδιάζει το τοπίο δεν προωθεί τον πολιτισμό. Τα έργα που κατασκευάζουμε είναι ένας από τους καθρέπτες του πολιτισμού και της κουλτούρας μας. Το λειτουργικό, το χρήσιμο πρέπει να είναι και όμορφο. Και αντίστροφα, το όμορφο πρέπει να είναι και λειτουργικό.
Όλοι μας, πολλές γενιές τώρα, από διάφορες θέσεις, σαν επιστήμονες, τεχνικοί, πολίτες και πολιτικοί αγνοήσαμε την πολιτιστική και περιβαλλοντική μας κληρονομιά και αγνοήσαμε τα τραγικά συμβάντα που συμβαίνουν σε διάφορα σημεία του κόσμου, αν και η δύναμη των μέσων ενημέρωσης προσφέρει και διαχέει την πληροφορία ακαριαία. Οι φυσικές καταστροφές, η μόλυνση του περιβάλλοντος, οι ζημιές που επέρχονται, οι ζωές που χάνονται, μας συγκλονίζουν στιγμιαία και εξαφανίζονται ακαριαία, με αποτέλεσμα την σταδιακή υποβάθμιση του περιβάλλοντος, που φτάνει σε κάποιες περιπτώσεις μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή.
Τα ρέματα της Θεσσαλονίκης, είναι τοπία που η πόλη και οι πολίτες της τα αμέλησαν και τα κακοποίησαν, που ενώ μπορούσαν να είναι ένας από τους λόγους που αγαπάμε τον τόπο μας, αντί αυτού, είναι ένας τόπος που πετάμε τα σκουπίδια μας.
Ξεκάθαρα, αυτό που λείπει είναι η περιβαλλοντική παιδεία. Οι νεότερες γενιές που γεννήθηκαν και μεγαλώνουν εν μέσω της κλιματικής αλλαγής, έχουν ήδη αναπτύξει βαθύτερο ενδιαφέρον για τη φύση και το περιβάλλον, αλλά το δύσκολο είναι να εκπαιδευτούν, να δράσουν και να αντιδράσουν κατάλληλα, οι προηγούμενες γενιές, είτε ως πολίτες, είτε ως φορείς της πολιτείας.  
Κατά την επεξεργασία και καταγραφή των στοιχείων της ερευνητικής αυτής εργασίας γίνεται αντιληπτό ότι τα περισσότερα τεχνικά έργα που επηρεάζουν με την κατασκευή τους το τοπίο, εν προκειμένω τα αντιπλημμυρικά, προγραμματίζονται, μελετώνται και κατασκευάζονται  μεμονωμένα από τα έργα αρχιτεκτονικής τοπίου. Αν και από τις εισηγήσεις και τις τοποθετήσεις των αντιπροσώπων των φορέων διαφαίνεται ότι τα αντιπλημμυρικά έργα πρέπει να συνοδεύονται από έργα προστασίας, αποκατάστασης και ανάδειξης του τοπίου, εντούτοις στην πράξη δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ. Προς αυτήν την κατεύθυνση, του ταυτόχρονου σχεδιασμού, μελέτης, χρηματοδότησης, κατασκευής και επίβλεψης δεν βοηθά καθόλου τόσο η δαιδαλώδης νομοθεσία, όσο και η οργάνωση των φορέων και των υπηρεσιών. Η διάχυση αρμοδιοτήτων σε τόσους φορείς διασπάει την ενιαία προσέγγιση με την οποία πρέπει να αντιμετωπίζεται ένα έργο που σχεδιάζει το χώρο. Όπως έχει ήδη επισημανθεί και σε πολλές από τις εισηγήσεις των συνεδρίων, χρειάζεται κωδικοποίηση της νομοθεσίας, αλλά και απλοποίησή της, μια ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση που να προωθεί την ολοκληρωμένη σχεδίαση και κατασκευή των έργων που σχεδιάζουν το χώρο και μεταμορφώνουν το τοπίο. Η πρόταση της σύστασης κατάλληλου επιτελικού φορέα, που θα προσεγγίζει ολοκληρωμένα τα έργα αρχιτεκτονικής τοπίου κρίνεται σημαντική, αφού η υπάρχουσα κατάσταση χαρακτηρίζεται από έλλειψη οργάνωσης και εμπλοκή αρμοδιοτήτων.
Τέλος, ένα σημείο που αξίζει να επισημανθεί, είναι αυτό που προκαλεί το εύλογο ερώτημα «γιατί δεν πραγματοποιούνται μεγάλα έργα αρχιτεκτονικής τοπίου στην πόλη μας;», αφού η αρχιτεκτονική τοπίου δεν εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια, ως μια σύγχρονη τάση. Είναι παρούσα στην πόλη μας πάνω από 30 χρόνια μέσα από δράσεις, συνέδρια, ημερίδες, προτάσεις, διαγωνισμούς, με στόχο να παράγει πολιτισμό του χώρου και να σχεδιάσει έργα που θα αναβαθμίζουν την ποιότητα της ζωής μας, με προτάσεις ευφάνταστες, δυναμικές, που αναγνωρίζουν το «πνεύμα» του τόπου αυτού και φέρνουν τη φύση μέσα στην πόλη. Παρόλα αυτά, ελάχιστα έργα αρχιτεκτονικής τοπίου κατασκευάστηκαν όλα αυτά τα χρόνια... 


ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΠΙΟΥ | ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ & ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ | ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΠΙΟΥ ΥΔΡΑΥΛΙΚΩΝ & ΟΔΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ



Η μεταπτυχιακή αυτή διατριβή συντάχθηκε στο πλαίσιο του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Αρχιτεκτονική Τοπίου» του Τμήματος Αρχιτεκτονικής και της Γεωπονικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κατά το θερινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2010-2011.  


Με το Ν. 3827/2010 κυρώθηκε από την Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Τοπίου ή Σύμβαση της Φλωρεντίας, η πρώτη Διεθνής Σύμβαση για το Τοπίο, που αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την αειφορική διαχείριση και προστασία του τοπίου στο σύνολο του Ευρωπαϊκού χώρου. 
Κατά τη Σύμβαση, Τοπίο σημαίνει μία περιοχή, όπως γίνεται αντιληπτή από ανθρώπους, του οποίου ο χαρακτήρας είναι το αποτέλεσμα της δράσης και αλληλεπίδρασης των φυσικών και/ή ανθρώπινων παραγόντων.[1] Ο ορισμός αυτός για το τοπίο, το περιγράφει ως χώρο φυσικό ή και ανθρωπογενή, αντιληπτό από τους ανθρώπους, αποτέλεσμα φυσικών ή και ανθρωπογενών διεργασιών. Αποτελεί έναν ορισμό που μεταφέρει τις σύγχρονες αντιλήψεις για το τοπίο, καθώς εμπεριέχεται η αντιληπτική, η πολιτισμική, η οικολογική και η κοινωνική διάσταση του τοπίου. 
Το τοπίο, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, έχει πληγεί σε μεγάλο βαθμό, σε πολλές δε περιπτώσεις σε βαθμό μη ανατρέψιμο. Μέχρι σήμερα ένας σημαντικός παράγοντας υποβάθμισης του τοπίου οφείλεται στην κατασκευή τεχνικών έργων. Η αναπτυξιακή πορεία μιας χώρας συνοδεύεται από αρνητικές συνέπειες στο περιβάλλον και το τοπίο της. Τα αναπτυξιακά και τα τεχνικά έργα, οι νέες τεχνολογίες, οι εξελίξεις στις παραδοσιακές μεθόδους εκμετάλλευσης της γης μετασχηματίζουν συνεχώς τα τοπία, μεταμορφώνουν το χώρο άναρχα, χωρίς μέτρο τις περισσότερες φορές, με αποτέλεσμα την συνεχή υποβάθμιση, τόσο των φυσικών, όσο και των υφιστάμενων ανθρωπογενών τοπίων.
Σε διεθνές επίπεδο, η κοινωνία των πολιτών κατάφερε να επιβάλλει ολοκληρωμένες περιβαλλοντικές πολιτικές. Οι σύγχρονες αντιλήψεις ανάπτυξης, όπως περιγράφονται και στη Σύμβαση, επιδιώκουν να επιτύχουν βιώσιμη ανάπτυξη βασισμένη σε μια ισορροπημένη και αρμονική σχέση μεταξύ των κοινωνικών αναγκών, οικονομικής δραστηριότητας και περιβάλλοντος. Το τοπίο αποτελεί έναν πολιτισμικό τόπο, μια σύνθεση φυσικών, γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών και ανθρωπογενών – ιστορικών επιδράσεων, που συνιστά πόρο ευνοϊκό για την οικονομική δραστηριότητα, του οποίου η προστασία, η διαχείριση και ο σχεδιασμός μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Στην Ελλάδα διαπιστώνεται καθυστέρηση στην παρακολούθηση και εφαρμογή των πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος και του τοπίου. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, μέχρι πρόσφατα, δεν στήριξαν ιδιαιτέρως τον τομέα του περιβάλλοντος. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (Υ.ΠΕ.Κ.Α.) μετρά λίγους μήνες αυτονομίας από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.), μια «συν-κατοίκηση» που δημιουργούσε τριβές, καθώς το περιβάλλον αποτελεί συνήθως αντίπαλη έννοια αυτής των δημοσίων έργων.

Τα δημόσια έργα, δομικά έργα και υποδομές μεσαίας και μεγάλης κλίμακας, με ανεπαρκή περιβαλλοντικό έλεγχο, με έλλειψη προδιαγραφών και οδηγιών σχεδιασμού του τοπίου και οικονομοτεχνική φιλοσοφία σχεδιασμού, υποβάθμισαν σταδιακά το ελληνικό τοπίο. Πολιτικές αποφάσεις όχι πάντα επιστημονικά τεκμηριωμένες, οδήγησαν σε υπερβολική διάνοιξη δρόμων, σε αποξηράνσεις υγροτόπων λόγω απόδοσής τους στη γεωργική εκμετάλλευση, σε οικιστική ή άλλη χρήση, σε κατασκευή μεγάλων φραγμάτων και ταμιευτήρων, σε έργα υποδομής που μετασχημάτισαν το τοπίο. Η προστασία, η διαχείριση και ο σχεδιασμός των τοπίων αυτών αποτελούν αντικείμενο της αρχιτεκτονικής τοπίου.
Η αρχιτεκτονική τοπίου, εκτός από το κατά παράδοση πεδίο εφαρμογών της (κηποτεχνία – παρκοτεχνία), περιλαμβάνει από μεταπολεμικά και εντεύθεν μελέτες σχετικές με το τοπίο έργων μεγάλης κλίμακας: δημόσια έργα (κτιριακά και υποδομής), μετα-βιομηχανικά ανακτώμενες τοποθεσίες, αγρούς ή τομείς πόλεων και συχνά τους οριακούς εγκαταλειμμένους ή ενδιάμεσους χώρους (in-between). Οδικά έργα, συγκοινωνιακά, ενεργειακά, υδραυλικά και έργα εκμετάλλευσης φυσικού πλούτου αντιμετωπίζονται με όρους αισθητικής και αντίληψης, οικολογίας και πολιτισμικότητας, όρους αρχιτεκτονικής τοπίου.[2]
Το αντικείμενο της διατριβής αυτής διαπραγματεύεται τη διερεύνηση της υφιστάμενης κοινοτικής, διεθνούς και εθνικής νομοθεσίας που αφορά την προστασία του τοπίου, τον τρόπο που εφαρμόζεται το δίκαιο αυτό στην Ελλάδα (μέσω των διαθέσιμων νομικών κειμένων και θεσμικών εργαλείων προστασίας, σχεδιασμού και διαχείρισης), τον τρόπο που η επιστήμη της αρχιτεκτονικής τοπίου προτείνει τη μελέτη του τοπίου των τεχνικών έργων που διαμορφώνουν το τοπίο και τέλος την εφαρμογή των αρχών και των προτάσεων της αρχιτεκτονικής τοπίου σε δυο κατηγορίες έργων υποδομής: των υδραυλικών και των οδικών.
Σκοπός είναι να αναδειχθεί και να προωθηθεί η σημασία του τοπίου (αντιληπτική, οικολογική, πολιτισμική, κοινωνική), η αναγκαιότητα της προστασίας του κάθε τοπίου, κατά τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Τοπίου, και ειδικότερα του τοπίου που υποδέχεται τα τεχνικά έργα.
Η διατριβή αποτελεί ερευνητικό έργο, μια βιβλιογραφική έρευνα που έχει στόχο να αποτελέσει εργαλείο πληροφόρησης, το οποίο συγκεντρώνει και οργανώνει τα στοιχεία εκείνα που θα διευκολύνουν τον μελετητή του τοπίου να αποκτήσει μια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την πολιτική τοπίου και τις προτάσεις της αρχιτεκτονικής τοπίου στο σχεδιασμό του τοπίου των τεχνικών έργων.
Η μεθοδολογία που εφαρμόζεται περιλαμβάνει αρχικά μια εκτεταμένη βιβλιογραφική έρευνα σε δημοσιεύσεις, συγγράμματα και νομοθεσία, μια αναλυτική επεξεργασία των στοιχείων αυτών και μια συνθετική εργασία των δεδομένων που αφορούν το θέμα, που οδηγεί στο ίδιο το σύγγραμμα της διατριβής, στα συμπεράσματα και τις προοπτικές. 
Στο πρώτο μέρος της διατριβής, με τίτλο «Υφιστάμενο νομικό πλαίσιο και πολιτική τοπίου», παρουσιάζεται το ευρύ αντικείμενο της υφιστάμενης νομοθεσίας και των εργαλείων που προσφέρει για να ασκηθεί μία πολιτική τοπίου. Στο 1ο κεφάλαιο, ξεκινώντας από τη νομοθεσία της ασκούμενης περιβαλλοντικής πολιτικής, αποτυπώνονται μετά από τη διερεύνηση της νομοθεσίας τα εδάφια εκείνα που αφορούν την προστασία του τοπίου και αποτελούν επομένως την υφιστάμενη (και άτυπη) πολιτική τοπίου. Η παράθεση της νομοθεσίας, συνοπτικά δοσμένης, αλλά με τις πηγές των φύλλων της κυβέρνησης που έχουν δημοσιευτεί και τα άρθρα ή τις παραγράφους που αναφέρονται, βοηθούν στην περαιτέρω αναζήτηση για εμβάθυνση κάποιου ειδικού νομικού ζητήματος. Επιλέχθηκε να μεταφερθούν αυτούσια κάποια τμήματα των νομικών κειμένων που κρίθηκαν σημαντικά, για λόγους πληρότητας, και για λόγους κατανόησης της υφιστάμενης νομικής πραγματικότητας. Το 2ο κεφάλαιο εστιάζει στη νομοθεσία και τα εργαλεία που εφαρμόζονται κατά τη μελέτη και την κατασκευή δημοσίων έργων, σε σχέση με την προστασία, τη διαχείριση και το σχεδιασμό του τοπίου.
Στο δεύτερο μέρος της εργασίας, με τίτλο «Αρχιτεκτονική τοπίου υδραυλικών και οδικών έργων» παρουσιάζεται ο τρόπος που η αρχιτεκτονική τοπίου προτείνει την αντιμετώπιση της μελέτης του τοπίου των τεχνικών έργων, τα οποία θεωρούνται έργα αρχιτεκτονικής τοπίου μεσαίας και μεγάλης κλίμακας (3ο κεφάλαιο), και τις προτάσεις της για το σχεδιασμό του τοπίου των υδραυλικών έργων (4ο κεφάλαιο) και των οδικών τοπίων (5ο κεφάλαιο). 
Η διατριβή ολοκληρώνεται με τα Συμπεράσματα – Προοπτικές, όπου καταγράφονται οι προθέσεις του νομοθέτη και της πολιτείας για το τοπίο, τα συμπεράσματα και οι προτάσεις της διατριβής περί της αναγκαιότητας θεσμοθέτησης συγκεκριμένης, σύγχρονης πολιτικής τοπίου μέσα από έναν ειδικό νόμο, που συναρθρώνει τις απαιτήσεις για μια ολοκληρωμένη προστασία, διαχείριση και σχεδιασμό του τοπίου και συνοπτικά η προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τοπίου στο σχεδιασμό του τοπίου των υδραυλικών και οδικών έργων.


[1] Άρθρο 1, Ν. 3827/2010, ΦΕΚ Α/30/25.2.2010, Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Τοπίου, Εφημερίδα της Κυβέρνησης, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα
[2] Ανανιάδου – Τζημοπούλου Μ., 2004, Τεχνικά έργα και διαμόρφωση τοπίου. Οδικά, συγκοινωνιακά, ενεργειακά, υδραυλικά, εκμετάλλευσης φυσικού πλούτου, ΑΠΘ, Αρχιτεκτονική Τοπίου, Οδηγός Μεταπτυχιακών Σπουδών, εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΡΗΧΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ

[κείμενο εργασίας]

Η ερευνητική αυτή εργασία πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του μαθήματος «Συντήρηση – Αποκατάσταση – Εξυγίανση Τοπίου» του γ’ εξαμήνου σπουδών του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Αρχιτεκτονική Τοπίου του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών και της Γεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ, στο οποίο διδάσκει ο καθηγητής Σ. Τσιούρης, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2010-2011. 
Η εργασία εισάγει στις έννοιες των λειτουργιών και των αξιών των υγροτοπικών οικοσυστημάτων, της προστασίας, αποκατάστασης και διαχείρισης αυτών, καθώς και της αναγκαιότητας εκπόνησης ενός Σχεδίου Διαχείρισης, μέσα από μια συνοπτική διερεύνηση μιας προστατευόμενης περιοχής. Η δομή της εργασίας βασίστηκε στις συστάσεις του Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων – Υγροτόπων (ΕΚΒΥ) και του ΥΠΕΧΩΔΕ, όπως δίνονται στο τεύχος «Οδηγίες Εκπόνησης Σχεδίων Διαχείρισης Προστατευομένων Περιοχών» και στις Σημειώσεις του μαθήματος σχετικά με τα κύρια στάδια εκπόνησης ενός Σχεδίου Διαχείρισης. 
Η γεωργία, η βιομηχανία, η αστικοποίηση του πληθυσμού με τις συνεπακόλουθες επεκτάσεις των πόλεων και τη χωροθέτηση βιομηχανικών περιοχών, ο ταχύτατα αυξανόμενος στόλος οχημάτων που δημιουργεί συνεχώς νέες ανάγκες σε οδικό δίκτυο και υποδομές, οι συνεχόμενες εξελίξεις στο χώρο της τεχνολογίας και της χρήσης των φυσικών πόρων προκαλούν τη δραματική υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος και του τοπίου. Αποψιλώσεις δασών, αποξήρανση ελών και λιμνών, διευθέτηση, εγκιβωτισμός ή εκτροπή ποταμών και χειμάρρων, φράγματα, αναχώματα, ορύγματα, μικρά και μεγάλα τεχνικά έργα αλλοιώνουν το τοπίο. Καυσαέρια, ανεξέλεγκτες χωματερές, ρίψη υγρών αποβλήτων στους υγρότοπους, αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων, ρυπαίνουν και μολύνουν το περιβάλλον. Για πολλά χρόνια το κέρδος έχει τη μεγαλύτερη από όλες τις αξίες.
Ο άνθρωπος, μέσα από κυβερνητικούς ή μη θεσμούς, άρχισε να αντιστέκεται στην καταστροφή του περιβάλλοντος, όταν συνειδητοποίησε το μέγεθος αυτής της καταστροφής. Η διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας οδήγησε στη λήψη μέτρων και στη χωροθέτηση προστατευόμενων περιοχών, περιοχών που διέπονται από ειδικό καθεστώς προστασίας και διακρίνονται για την ιδιαιτερότητα ή και τη μοναδικότητα της χλωρίδας, της πανίδας, των οικοσυστημάτων ή των τοπίων τους. Σήμερα προστατεύονται νομικά συνολικά περίπου 7.000 περιοχές σε όλο τον πλανήτη, καλύπτοντας το 5% της χερσαίας έκτασής του. 
Πέρα από τη νομική διάσταση της προστασίας, η αποκατάσταση των ήδη υποβαθμισμένων περιοχών εμφανίστηκε ως μια σύγχρονη αναγκαιότητα. Η αποκατάσταση οικοσυστημάτων αφορά την περίπτωση των δασών, των υγροτόπων και των τοπίων. Με την ευρύτερη δυνατή έννοια, περιλαμβάνει τις εξής περιπτώσεις: α) την αναδημιουργία ενός οικοσυστήματος σε τοποθεσία που προϋπήρχε (πχ η αναδημιουργία ενός υγρότοπου σε τοποθεσία όπου πλέον υπάρχει ένας αποξηραμένος υγρότοπος), β) τη βελτίωση των δομικών και λειτουργικών γνωρισμάτων ενός υφιστάμενου οικοσυστήματος, γ) τη δημιουργία ενός τεχνητού οικοσυστήματος σε τοποθεσία που δεν προϋπήρχε (πχ με τη δημιουργία ενός τεχνητού υγρότοπου σε περιοχή που δεν προϋπήρχε). Η τελευταία περίπτωση, αν και δεν αποτελεί στην κυριολεξία αποκατάσταση ενός οικοσυστήματος με την στενή έννοια του όρου, εντούτοις αποτελεί περίπτωση αποκατάστασης του τοπίου. 
Η εργασία εστιάζει στην προστασία, αποκατάσταση και διαχείριση υγροτοπικών οικοσυστημάτων. Οι υγρότοποι στην Ελλάδα έχουν χαθεί κατά τα 2/3 της συνολικής τους έκτασης. Οι περιοχές που έχουν εναπομείνει, υπόκειται σε σταδιακή υποβάθμιση. Οι λειτουργίες και οι αξίες των υγροτόπων έχουν βιβλιογραφικά αναγνωριστεί και γίνεται προσπάθεια να λαμβάνονται υπόψη κατά το σχεδιασμό ενός έργου αποκατάστασης, δηλαδή στόχος του σχεδιασμού να αποτελεί η αποκατάσταση ή η διαχείριση των λειτουργιών του υγρότοπου, παρά αορίστως η αποκατάσταση του υγρότοπου.

Ως λειτουργίες των υγροτόπων καταγράφονται οι ακόλουθες: 
  • η αποθήκευση νερού, 
  • η στήριξη των τροφικών πλεγμάτων, 
  • ο εμπλουτισμός των υπόγειων υδροφορέων, 
  • η παγίδευση ιζημάτων και τοξικών ουσιών, 
  • ο μετασχηματισμός και η απομάκρυνση των θρεπτικών ουσιών, 
  • η τροποποίηση των πλημμυρικών φαινομένων, 
  • η τροποποίηση των διαβρωτικών φαινομένων, 
  • η αποθήκευση και ελευθέρωση θερμότητας, 
  • η συγκράτηση αέριων ρύπων, 
  • η ανάσχεση θορύβων και 
  • η εξαγωγή τροφής σε άλλα οικοσυστήματα. 
Ως αξίες των υγροτόπων θεωρούνται οι εξής: 
  • η βιολογική αξία, 
  • η υδρευτική, 
  • η αρδευτική, 
  • η υδροηλεκτρική, 
  • η αλιευτική, 
  • η κτηνοτροφική, 
  • η υλοτομική, 
  • η αλατοληπτική, 
  • η αμμοληπτική, 
  • η επιστημονική, 
  • η εκπαιδευτική, 
  • η πολιτιστική, 
  • η αναψυχική, 
  • η αντιπλημμυρική, 
  • η αντιδιαβρωτική, 
  • η αξία βελτίωσης της ποιότητας του νερού και του αέρα, 
  • η αξία προστασίας από τους θορύβους, 
  • η τοποκλιματική αξία, 
  • η μεταφορική αξία και 
  • η ιαματική αξία.
Οι αξίες και οι λειτουργίες πολλές φορές συγχέονται μεταξύ τους. Ακόμη και σε κείμενα του Γραφείου Ραμσάρ δεν ακολουθείτε πάντα αυστηρή διάκριση μεταξύ λειτουργιών και αξιών. Το σημαντικό όμως είναι να αναγνωρίζονται σε έναν υγρότοπο ή ένα οικοσύστημα, καθώς δεν επιτελούνται όλες οι λειτουργίες σε όλα τα οικοσυστήματα. Το κάθε οικοσύστημα αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση, μοναδική και ανεπανάληπτη, με τις δικές του αξίες και λειτουργίες. 
Η σύγχρονες προσεγγίσεις στο σχεδιασμό της αποκατάστασης ενός υγροτόπου απαιτούν τη διερεύνηση των λειτουργιών και αξιών του υγροτόπου, όπως και σε ποιο βαθμό και σε ποιες τοποθεσίες αυτές πρέπει να αποκατασταθούν. Επίσης, στοιχεία ιστορικά, πολιτιστικά, παλαιολιμνικά, το υδρολογικό καθεστώς και οι χρήσεις γης στη λεκάνη απορροής, το έδαφος και άλλοι αβιοτικοί και βιοτικοί παράγοντες, οι χρήσεις των πόρων του υγρότοπου, η αποτύπωση των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών και στάσεων των τοπικών κατοίκων, ο καθορισμός της κατάλληλης διαδικασίας με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων μερών (φορέων και κατοίκων), η επιλογή συνθήκης αναφοράς και εφικτοί-μετρήσιμοι στόχοι για τον υγρότοπο προς αποκατάσταση όπως και η εκπόνηση προγράμματος παρακολούθησης, αποτελούν σημεία που πρέπει να συλλεχθούν και αποκωδικοποιηθούν κατά το σχεδιασμό ενός έργου αποκατάστασης ενός υγροτοπικού οικοσυστήματος. 
Εκτός από το σχεδιασμό της αποκατάστασης ενός οικοσυστήματος, ο σχεδιασμός της διαχείρισής του αποτελεί μια εξαιρετικής σημασίας διαδικασία στην προστασία μιας περιοχής. Η διαχείριση των προστατευομένων περιοχών είναι μια σύνθετη διαδικασία, απαιτεί εξειδικευμένες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, προϋποθέτει συνεχή εμπλοκή με τα προβλήματα των τοπικών κοινωνιών, συνεχή φύλαξη και προστασία. Αποτελεί μια συνεχή διαδικασία εξεύρεσης λύσεων και λήψης αποφάσεων, οι οποίες βασίζονται σε δυναμικά δεδομένα.
Τα Σχέδια Διαχείρισης θεσμοθετήθηκαν από τη Πολιτεία και αποτελούν το κύριο εργαλείο για τη διαχείριση μιας προστατευόμενης περιοχής. Σκοπός ενός σχεδίου διαχείρισης αποτελεί η διατήρηση, βιώσιμη διαχείριση και ανάδειξη μιας προστατευόμενης περιοχής, με συνέπεια την αύξηση των τοπικών εισοδημάτων και την αντιμετώπιση του κοινωνικού και γεωγραφικού αποκλεισμού που παρατηρείται στις περισσότερες από τις περιοχές αυτές. Οι προστατευόμενες περιοχές μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν τοπικούς πόλους αειφορικής ανάπτυξης. 

Γενικοί στόχοι ενός συστήματος διαχείρισης για τις προστατευόμενες περιοχές είναι:
  • Η διατήρηση της βιοποικιλότητας, 
  • Η προστασία των φυσικών οικοσυστημάτων, 
  • Η διατήρηση της φυσιογνωμίας του τοπίου, 
  • Η τοπική ανάπτυξη ανθρωπίνων δραστηριοτήτων συμβατών με την διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, 
  • Η διάχυση των ωφελειών της βιώσιμης διαχείρισης όχι μόνο στις προστατευόμενες περιοχές, αλλά στο γενικότερο χωρικό, κοινωνικό και οικονομικό περίγυρο, 
  • Η μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή και συνεργασία των τοπικών φορέων, ΑΕΙ, ΜΚΟ και ενεργών πολιτών. 
Οι αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται η διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών είναι:
  • Η αειφορία, 
  • Η βιωσιμότητα, 
  • Η αμοιβαιότητα μεταξύ χρήσης και προστασίας, 
  • Η αρμονική σχέση προστασίας και προόδου. 
Στις προστατευόμενες υγροτοπικές περιοχές, ο ορθός σχεδιασμός διαχείρισης συνδέεται με το σχεδιασμό σε ευρύτερη κλίμακα, όπως είναι ο σχεδιασμός σε επίπεδο λεκάνης απορροής, γιατί οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε αυτό το επίπεδο επηρεάζουν τη διατήρηση και τη συνετή χρήση των υγροτόπων. 
Σε ένα σχέδιο διαχείρισης εξειδικεύεται ο γενικός σκοπός διαχείρισης μιας προστατευόμενης περιοχής σε ειδικότερους σκοπούς, εστιασμένους σε επί μέρους ζητήματα, ιεραρχημένους και εφικτούς από πλευράς νομοθεσίας, πόρων, επιστημονικής γνώσης και τεχνολογίας. Η ποσοτική περιγραφή επιτρέπει την καλύτερη παρακολούθηση και αξιολόγηση του σκοπού.
Στην εργασία αυτή επιλέχθηκε προς διερεύνηση το υγροτοπικό οικοσύστημα του Ρήχιου ποταμού. Κατά τη διάρκεια έντονων βροχοπτώσεων την τελευταία διετία, παρατηρήθηκαν έντονα πλημμυρικά φαινόμενα στις κατάντη περιοχές του Ρήχιου ποταμού, πριν την εκβολή του στο Στρυμονικό Κόλπο. Προέκυψε έτσι η πρόσφατη ανάγκη καθαρισμού τόσο της ευρείας όσο και της μόνιμης κοίτης του ποταμού από την υπηρεσία που υπηρετώ [* τα έργα αντιπλημμυρικής προστασίας των ποταμών της Κεντρικής Μακεδονίας ανήκουν στις αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Ελέγχου Κατασκευής Έργων (ΔΕΚΕ) της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας], γεγονός που μου ανακίνησε τα πρώτα ερωτήματα για την ορθή επέμβαση συντήρησης και διαχείρισης ενός τόσο σημαντικού υγρότοπου. Το ερέθισμα αυτό στάθηκε η αιτία επιλογής του Ρήχιου για αυτήν την εργασία. 
Ο Ρήχιος ποταμός δεν απαιτεί κάποια σημαντικά έργα για την αποκατάσταση των λειτουργιών του. Απαιτείται όμως μια ολοκληρωμένη διαχείριση των λειτουργιών και των αξιών του μέσα από ένα Σχέδιο Διαχείρισης. Επέλεξα να εστιάσω στην εργασία αυτή, σαν ειδικότερο σκοπό (τμήμα του γενικότερου σκοπού διαχείρισης ενός ποτάμιου υγρότοπου), το κομμάτι που αφορά στον καθαρισμό της κοίτης και τη συντήρηση της παρόχθιας βλάστησης, καθώς αυτά σχετίζονται με τη λειτουργία της τροποποίησης των πλημμυρικών φαινομένων και την αντιπλημμυρική αξία του ποταμού. 
Ειδικότερα, στο Πρώτο Κεφάλαιο παρατίθενται γενικά στοιχεία για την περιοχή και το νομικό καθεστώς που την διέπει. Στο Δεύτερο Κεφάλαιο δίνονται τα στοιχεία περιγραφής του φυσικού περιβάλλοντος και των κινδύνων που το απειλούν, όπως επίσης και κοινωνικο-οικονομικά στοιχεία, για την πληρέστερη παρουσίαση του Ρήχιου και της ευρύτερης περιοχής που διασχίζει. Αποτελώντας δε τμήμα ενός ευρύτερου υγροτοπικού συστήματος, αυτό των λιμνών Κορώνειας – Βόλβης και των Μακεδονικών Τεμπών, η περιγραφή σε ορισμένα τμήματα αφορά ολόκληρη τη λεκάνη απορροής, την λεκάνη Μυγδονίας. Στο Τρίτο Κεφάλαιο της εργασίας επιχειρείται μια αξιολόγηση της περιοχής, και περιγράφονται κάποιες διαχειριστικές προτάσεις αντιπλημμυρικής προστασίας, συντήρησης και παρακολούθησης. 

4 Ιουνίου 2012

ΑΡΧΕΣ ΑΝΤΙΠΛΗΜΜΥΡΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Αναχώματα


Κατά τη σχεδίαση των αναχωμάτων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα παρακάτω:
  1. Η στάθμη του νερού ορίζεται μόνο σε μια περιοχή αβεβαιότητας. 
  2. Εκτός από το νερό και τα φυσικά φερτά υλικά, τα ρέματα μεταφέρουν και ανθρωπογενή φερτά υλικά. 
  3. Τα φορτία που ασκούνται στα αναχώματα δεν προέρχονται μόνο από τη στάθμη του νερού αλλά και από τα φερτά υλικά, καθώς και από την ενέργεια των δημιουργούμενων κυμάτων. 
  4. Οι διαθέσιμες τεχνικές σχεδιασμού και κατασκευής δεν παρέχουν απόλυτη εγγύηση όσον αφορά την αντοχή και την ευστάθεια του αναχώματος. Πρέπει να τίθενται περιθώρια ασφαλείας. 
  5. Πρέπει να προτείνονται κατάλληλοι τρόποι διαχείρισης και συντήρησης.
Ταμιευτήρες ανάσχεσης

Οι ταμιευτήρες, μέσω της επιβράδυνσης της πλημμυρικής παροχής, αποσκοπούν στη μείωση των καταστρεπτικών αποτελεσμάτων, αφού αποστραγγίζουν και συγκρατούν τα επιφανειακά νερά. Για τον σχεδιασμό τους πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθες αρχές: 
  • Περιβαλλοντικές: Προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Καλαίσθητες κατασκευές που εναρμονίζονται με το περιβάλλον και ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων στην οικολογία της περιοχής. 
  • Κατασκευαστικές: Ο κύριος στόχος κάθε κατασκευής είναι η εκπλήρωση των λειτουργικών απαιτήσεων, συνεπώς ο τύπος της κατασκευής και τα υλικά που ενσωματώνονται θα πρέπει να επιλέγονται έτσι ώστε να βελτιστοποιείται η κατασκευαστική λειτουργία. 
  • Αισθητικές: Αυτές αφορούν στο φραγμάτιο ή τα πρανή του ταμιευτήρα. Στην περιοχή των κατασκευών πρέπει να γίνεται η κατάλληλη φυτοκάλυψη (δένδρα, θάμνοι) σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον. Τα πρανή των ταμιευτήρων πρέπει να προστατεύονται έναντι της διαβρώσεως με την κατάλληλη φυτοκάλυψη ή τεχνικά έργα. 
  • Ασφαλείας: Στις περιοχές που μπορεί να υφίσταται κίνδυνος, πρέπει να τοποθετηθεί κατάλληλη σήμανση και περιφράξεις ασφαλείας. 
Οι ταμιευτήρες, σύμφωνα με νεότερες σχεδιαστικές τάσεις της υδραυλικής μηχανικής, μπορούν μέσω κατάλληλης μελέτης να χρησιμοποιηθούν σαν χώροι πρασίνου ή αναψυχής και να λειτουργήσουν σαν οικολογικά πάρκα στη θέση της κοίτης των χειμάρρων. Τέτοια έργα συνδυάζουν την αντιπλημμυρική προστασία με την αρχιτεκτονική του τοπίου. Παράδειγμα ενός έργου με συνδυασμό σκοπιμοτήτων, χρηματοδοτήσεων και σχεδιαστών έχει οδηγήσει στην κατασκευή της πλατείας της εκκλησίας στο Vitry-sur-Seine στο Παρίσι. Στην περίπτωση αυτή, μια υπόγεια υδατοδεξαμενή συγκράτησης των όμβριων υδάτων του υψιπέδου (πριν αυτά αποβληθούν στον Σηκουάνα, για την αποφυγή πλημμυρών στο κέντρο του Vitry σε περίπτωση καταιγίδας), συνδυάζεται με ένα υπόγειο parking για τις ανάγκες του αστικού κέντρου και μια πλατεία που φιλοξενεί την αγορά και εποχιακές εκδηλώσεις.

ΕΡΓΑ ΑΝΤΙΠΛΗΜΜΥΡΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ


Τα αντιπλημμυρικά έργα που συνήθως εφαρμόζονται για την  προστασία μιας πόλης αποσκοπούν:
  • Στη συγκράτηση του πλημμυρικού όγκου των υδάτων μακριά από την πόλη, με την κατασκευή αντιπλημμυρικών έργων στις ανάντη ορεινές περιοχές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αντιμετώπιση του αντιπλημμυρικού προβλήματος εν τη γενέσει του, με την εκτέλεση έργων που θα παρεμποδίσουν την γένεση του πλημμυρικού φαινομένου στην ορεινή περιοχή. Τα έργα αυτά, είναι έργα ορεινής υδρονομίας και σε αυτά περιλαμβάνονται οι αναδασώσεις, η κατασκευή μικρών φραγμάτων αναχαιτίσεως, κλαδοπλεγμάτων, φρακτών, μικρών ταμιευτήρων αναχαιτίσεως και εξισορρόπησης. Τα έργα της ορεινής υδρονομίας πρέπει να προηγούνται των πεδινών.
  • Στην αντιμετώπιση των πλημμυρών στις κατάντη πεδινές περιοχές, με χαρακτήρα καθαρά αμυντικό. Στα έργα αυτά περιλαμβάνονται τα αντιπλημμυρικά αναχώματα, που περιβάλλουν την κινδυνεύουσα από κατάκλιση χαμηλή περιοχή, οι δίαυλοι εκτονώσεως και απαγωγής νερών, τα αντλιοστάσια, τα μεγάλα φράγματα, οι υδατοφράκτες κλπ.
  • Στην απομάκρυνση των πλημμυρικών νερών όσο το δυνατόν ταχύτερα έξω από την πόλη, με εκτροπή και διευθέτηση της χειμαρρικής κοίτης.

Η υδρολογία και το ανάγλυφο της λεκάνης απορροής του χειμάρρου υπαγορεύουν τον τρόπο αντιπλημμυρικής προστασίας. Όσον αφορά το διαχωρισμό των αντιπλημμυρικών έργων, σε συνάρτηση με την σκοπιμότητά τους, διακρίνονται οι παρακάτω κατηγορίες έργων :               
  • Άμεσης προστασίας των απειλούμενων περιοχών : κατασκευή αναχωμάτων (συχνά σε συνδυασμό με άλλα έργα όπως ταμιευτήρες)
  • Αύξησης της αποθηκευτικής ικανότητας της πλημμυρικής διατομής : με μεταφορά των αναχωμάτων (η λύση αυτή συνήθως δεν είναι δυνατή εξαιτίας αντικρουόμενων συμφερόντων)
  • Παροδικής αποθήκευσης της πλημμυρικής παροχής : κατασκευή ταμιευτήρων
  • Αύξηση της παροχετευτικότητας του ρέματος : διευθέτηση της χειμαρρικής κοίτης.


Στους υπολογισμούς για τον σχεδιασμό των αντιπλημμυρικών έργων υπεισέρχεται ως δεδομένο η ένταση της βροχοπτώσεως (i), η οποία σχετίζεται με την συχνότητα εμφανίσεως βροχοπτώσεως σχεδιασμού (n). Σαν συχνότητα εμφανίσεως μπορεί να είναι 1:50, δηλαδή επανάληψη της κρίσιμης βροχής μια φορά στα 50 χρόνια. Βεβαίως μπορεί να εμφανιστεί στατιστικώς βροχή 1:100 ή και παραπάνω, που θα δημιουργήσει προβλήματα πλημμυρών. Στη θεωρία και στην πράξη γίνεται δεκτό ότι η καλύτερη αντιπλημμυρική προστασία παρέχεται όταν κατά τη διαστασιολόγηση λαμβάνεται η μέγιστη υδατοπαροχή με συχνότητα εμφάνισης της κρίσιμης βροχής τα 100 έτη. Οικονομικοί λόγοι οδηγούν στην επιλογή συχνότητας εμφάνισης λιγότερων χρόνων. Στην μελέτη της τάφρου του Δενδροποτάμου ελήφθη ως συχνότητα 1:50 έτη. Αυτό συνεπάγεται ότι κάθε βροχόπτωση με μεγαλύτερη περίοδο επανάληψης οδηγεί σε πλημμυρικά φαινόμενα.

ΠΛΗΜΜΥΡΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ


Πλημμύρα είναι η έξοδος των υδάτων από φυσική ή τεχνική κοίτη και η κατάκλιση των παρακείμενων περιοχών από τα νερά. Η πλημμύρα δημιουργείται είτε με την αύξηση της υδατοπαροχής, είτε με τη μείωση της διατομής της κοίτης.
Η αύξηση της υδατοπαροχής μπορεί να οφείλεται :
  • σε μια ισχυρή βροχόπτωση ή
  • σε  αδιαπερατοποίηση της εδαφικής επιφάνειας, που μηδενίζει την διείσδυση του όμβριου νερού στο έδαφος και αυξάνει την ταχύτητα ροής των απορρεόντων υδάτων, γίνεται δηλαδή μεγαλύτερη από τη φυσική παροχή.    

Η μείωση της διατομής μπορεί να οφείλεται στους παρακάτω λόγους :
  • σε στερεομεταφορά
  • σε αστικοποίηση των λεκανών απορροής, σε έντονες επιχωματώσεις για επέκταση ή δημιουργία οικοπέδων
  • σε αυθαίρετη δόμηση στις κοίτες των ρεμάτων
  • σε αποθέσεις μπαζών και σκουπιδιών
  • σε κατασκευές ακατάλληλων έργων (πχ γεφυρών)
  • στην ανάπτυξη πυκνής βλάστησης εντός της κοίτης

 * Συντελεστής απορροής ψ
   Ασφαλτόστρωση & πλακοστρωμένα πεζοδρόμια : ψ =0,85-0,90
   Κήποι & πρασιές : ψ=0,05-0,10


Το παρακάτω βίντεο είναι το πιο χαρακτηριστικό που έχω βρει μέχρι σήμερα, που αποτυπώνει τι ακριβώς εννοούμε λέγοντας πλημμύρα, πόσο γρήγορα επέρχεται, πόσο δυνατή ή καταστροφική μπορεί να γίνει...

  




ΦΕΡΤΕΣ ΥΛΕΣ - ΣΤΕΡΕΟΠΑΡΟΧΗ


Φερτές ύλες ή φερτά υλικά ή στερεά υλικά είναι τα διαφόρου μεγέθους υλικά που συγκροτούν τους κινητούς πυθμένες των φυσικών υδατορευμάτων, τα οποία παρασύρονται και μεταφέρονται από τα χειμαρρικά ύδατα προς τα κατάντη.
Στερεοπαροχή είναι η μάζα των φερτών υλικών που μετριέται στη διατομή ενός υδατορρεύματος στη μονάδα του χρόνου.
Οι φερτές ύλες διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες :
  • Φυσικά υλικά : λίθοι, χάλικες, άμμος, ίλυς, κορμοί, κορμοτεμάχια, πρέμνα
  • Ανθρωπογενή υλικά : λάστιχα, οικοδομικά υλικά, πλαστικά κλπ
Η στερεοπαροχή ως φαινόμενο έχει διαμορφώσει σε πολυάριθμα σημεία της υφηλίου τον λεγόμενο οριζόντιο διαμελισμό, τη μορφολογία δηλαδή των ακτών ως προς το μήκος και το σχήμα τους. Βάσει ερευνών, η σημερινή πεδιάδα Θεσσαλονίκης – Γιαννιτσών – Βεροίας ήταν κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. ένας εσωτερικός θαλάσσιος κόλπος, στον οποίο απέρρεαν τα ποτάμια της περιοχής και με βαθμιαία και συνεχή απόθεση φερτών υλών μετατράπηκε στη βαλτώδη λίμνη Γιαννιτσών, η οποία αποξηράνθηκε με τα μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα της Θεσσαλονίκης το 1962.

ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΗ ΛΕΚΑΝΗ - ΛΕΚΑΝΗ ΑΠΟΡΡΟΗΣ

Κάθε φυσικό υδατορεύμα, μαζί με τους κλάδους του έχει τη δική του λεκάνη απορροής, που αποτελείται από τη συνολική περιοχή που τα νερά αποστραγγίζονται σε αυτό. Η λεκάνη απορροής λέγεται επίσης υδρογραφική ή υδρολογική λεκάνη. Αν συνδέσουμε τα υψηλότερα σημεία που περιβάλλουν τη λεκάνη απορροής, προκύπτει μια νοητή γραμμή που καθορίζει τα όρια της λεκάνης. Η γραμμή αυτή λέγεται υδροκρίτης. Κάθε κύριος κλάδος μιας ομάδας παραποτάμων καθορίζει τη δική του λεκάνη απορροής, που ανήκει στην ευρύτερη λεκάνη απορροής του ποτάμιου συστήματος στο οποίο ανήκει και ο παραπόταμος.

ΥΔΑΤΟΡΡΕΥΜΑΤΑ: ΟΡΙΣΜΟΙ & ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ


Δίνονται διάφορες ερμηνείες του όρου ρέμα, υδρόρευμα ή υδατορεύμα, η καθεμία εκ των οποίων προσφέρει και μια επιπλέον ιδιότητα στον ορισμό:
Ρέμα είναι κάθε φυσική διαμόρφωση του εδάφους σε αποδέκτη και αγωγό των νερών της βροχής ή της τήξης του χιονιού ή των φυσικών πηγών και εξυπηρετεί την απορροή τους προς άλλους μεγαλύτερης χωρητικότητας αποδέκτες, φυσικούς ή τεχνητούς (ρέματα, ποτάμια, λίμνες, θάλασσα κλπ) που βρίσκονται σε χαμηλότερες στάθμες.
[ΥΠΟΥΡΓΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 3046/304/89 - Κτιριοδομικός Κανονισμός - ΦΕΚ 59/Δ/3.2.1989]
«Τα υδατορέματα (μη πλεύσιμοι ποταμοί, χείμαρροι, ρέματα και ρυάκια), που βρίσκονται εντός ή εκτός ρυμοτομικού ….»
[Σύμφωνα με το Άρθρο 6 του Ν.880/1979 - ΦΕΚ Α 58, όπως αντικαταστάθηκε με το Άρθρο 5.1 του Ν.3010/2002 - ΦΕΚ Α91]
Υδρορεύματα είναι οι πτυχώσεις της επιφάνειας της γης, δια των οποίων συντελείται κυρίως η απορροή προς τη θάλασσα των πλεοναζόντων υδάτων της ξηράς»
[Σύμφωνα με την Απόφαση 2215/2002 του Συμβουλίου της Επικρατείας]
«Το υδατορρεύμα (ρέμα) δεν είναι απλώς ένα υδραυλικό σύστημα απορροής υδάτων που περισσεύουν σε μια περιοχή, αλλά ένα οικοσύστημα πλαισιούμενο με σημαντική πανίδα και χλωρίδα»
[Σύμφωνα με την Απόφαση 230/2004 του Συμβουλίου της Επικρατείας]
 «Το ρέμα εξασφαλίζει την απορροή των πλεοναζόντων υδάτων της ξηράς προς τη θάλασσα, συνιστά δε φυσικούς αεραγωγούς και με τη χλωρίδα και πανίδα τους δημιουργούν οικοσυστήματα ζωτικής σημασίας για τους οικισμούς τους οποίους διασχίζουν»
[Σύμφωνα με την Απόφαση 516/2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας]
Οι κυριότερες κατηγορίες των φυσικών υδατορρευμάτων είναι οι ποταμοί, οι χείμαρροι και οι ρύακες. Η υδραυλική τους συμπεριφορά διαφέρει κατά κανόνα σημαντικά από αυτήν των τεχνητών διωρύγων, οι οποίες εντάσσονται στα συστήματα ανοικτών αγωγών που έχουν σταθερότητα της γεωμετρίας της διατομής.
Τα χαρακτηριστικά των τριών κατηγοριών φυσικών υδατορρευμάτων σε σχέση με την ποσότητα νερού που ρέει είναι:
  1. Εφήμερα ρέματα ή ρύακες: τα ρέματα που έχουν νερό μόνο όταν βρέχει.
  2. Ημιμόνιμα ρέματα ή χείμαρροι: τα ρέματα που η ροή τους είναι εποχιακή και τα οποία έχουν ορμητικές ροές νερών οι οποίες έχουν μονιμότητα μόνο κατά την περίοδο του Φθινοπώρου και του Χειμώνα.
  3. Μόνιμα ρέματα ή ποταμοί: τα ρέματα που η ροή τους είναι συνεχής και η κίνηση των νερών τους αδιάκοπη (αέναη) αλλά η ποσότητά τους διακυμαίνεται εποχιακά γύρω από μια μέση τιμή.   

Από τεχνικής και νομικής πλευράς, οι συνιστώσες των φυσικών υδατορευμάτων είναι δύο:
  1. Το νερό, ως φυσικό σώμα.
  2. Η συνεχής κοίτη που δημιουργεί το νερό κατά την κίνησή του και η οποία στη συνέχεια περιορίζει την ελευθερία του.

Η κοίτη ορίζεται ως μια συνεχής κατά μία διεύθυνση κοιλότητα της επιφάνειας του εδάφους μέσα στην οποία ρέουν τα νερά των φυσικών υδατορευμάτων (δηλαδή των ποταμών, χειμάρρων και ρυάκων). Στην κοίτη διακρίνονται δύο περιοχές :
Η ευρεία ή πλημμυρική ή το εδαφικό τμήμα της αλλούβιας πεδιάδας, η οποία δημιουργείται από την συμπεριφορά του ποταμού με την πάροδο των αιώνων.
Η μόνιμη κοίτη της συνήθους ροής ή απλώς κοίτη, στην οποία διακρίνουμε τον πυθμένα και τις όχθες.
  • Πυθμένας (βρεχόμενη περίμετρος) είναι το εδαφικό τμήμα της κοίτης που διαβρέχεται συνεχώς από κινούμενο νερό.
  • Όχθες είναι οι λωρίδες ξηράς που εξέχουν πάνω από τα νερά των φυσικών υδατορευμάτων, η θέση και το σχήμα τους είναι κατά κανόνα σταθερά και ορίζονται από το υψομετρικό όριο στο οποίο εξαντλείται η μέγιστη, αλλά συνήθης ανάβαση (δηλαδή το φούσκωμα) των νερών. Διακρίνονται δύο όχθες: η αριστερή και η δεξιά όχθη κατά τον παρατηρητή ο οποίος κοιτά τη ροή προς τα κατάντη.

ΑΝΤΙΠΛΗΜΜΥΡΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ


Τα τελευταία χρόνια βιώνουμε όλο και συχνότερα, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, έντονες βροχοπτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτές συνοδεύονται από πλημμυρικά φαινόμενα, με ολοένα και πιο καταστροφικές συνέπειες, καθιστώντας τα υπάρχοντα αντιπλημμυρικά έργα, σε πολλές περιπτώσεις, ανεπαρκή.
Το πρόβλημα εντείνεται από την σταδιακή απομάκρυνση της βλάστησης  των ορεινών όγκων, που οφείλεται στις πυρκαγιές ή στην συνεχή επέκταση της αστικοποίησης των περιαστικών ζωνών. Η αντιπλημμυρική προστασία, η ασφάλεια της ζωής των πολιτών και των περιουσιών τους από τις πλημμύρες, μέσω των αντιπλημμυρικών έργων, αποτελεί μια από τις βασικές υποχρεώσεις της Πολιτείας. 

31 Μαΐου 2012

ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΠΛΗΜΜΥΡΑΣ ΣΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ ΣΤΡΥΜΟΝΑ

Επικίνδυνη άνοδος της στάθμης στην λίμνη Κερκίνη καταγράφεται τις μέρες αυτές, κοντά στα όρια ασφαλείας, με πιθανό πλέον το σενάριο να κατακλυστούν γεωργικές εκτάσεις, μετά την απόφαση να αυξηθεί η παροχή των υδάτων που εκρέει από τα θυροφράγματα. 

Στην έκτακτη σύσκεψη του Συντονιστικού Οργάνου Πολιτικής Προστασίας (ΣΟΠΠ) που συγκλήθηκε στις 29/5/2012, με όλους τους αρμοδίως εμπλεκόμενους φορείς, αποφασίστηκε η άμεση μεταφορά στο δημοτικό διαμέρισμα Αχινού τσουβαλιών άμμου, ώστε να υπάρξει μία προσωρινή ενίσχυση των εκεί αναχωμάτων, σε μία προσπάθεια να μειωθεί ο κίνδυνος πλημμύρας στην περιοχή της τέως λίμνης Αχινού, από την αυξημένη παροχή των υδάτων του Στρυμόνα. 

Οι συνεχείς μετρήσεις τις μέρες αυτές δείχνουν μια αυξητική τάση στη ροή των υδάτων από τη Βουλγαρία, με συνέπεια την σταδιακή αύξηση της στάθμης της λίμνης. Προς εξισορρόπηση της κατάστασης, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος αστοχίας των αναχωμάτων της λίμνης Κερκίνης, γεγονός που θα επέφερε ανυπολόγιστες ζημίες και θα έπληττε και κατοικημένες περιοχές, αυξομειώνεται η εκροή των υδάτων από το φράγμα του Λιθοτόπου, με τρόπο που να μην προκαλείται πλημμύρα στις ευπαθείς περιοχές κατάντη. Πέρα όμως από το όριο ασφαλείας στην στάθμη της λίμνης, θα θεωρηθεί αναγκαίο να ανοίξουν επιπλέον τα θυροφράγματα, ώστε να μειωθεί η στάθμη της λίμνης σε ασφαλή επίπεδα.

Από δημοσιεύματα στο διαδίκτυο προκύπτει ότι στο δημοτικό διαμέρισμα Αχινού οι αγρότες βρίσκονται επί ποδός, όπου με την προτροπή των αρμοδίων αρχών, απομάκρυναν τα ζώα και τα μηχανήματά τους από τις εκτεθειμένες, ευαίσθητες περιοχές, παραπλεύρως του ποταμού Στρυμόνα.

Παρόμοιο γεγονός συνέβη το 1979 στην περιοχή όπου περισσότερα από 20.000 στρέμματα πλημμύρισαν από τα νερά του Στρυμόνα και εκατοντάδες ζώα πνίγηκαν.

ΣΤΡΥΜΟΝΑΣ | ΚΕΡΚΙΝΗ | ΑΞΙΟΣ

Η σειρά «ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ» παρουσιάζει τα ποτάμια της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Ο αφηγητής περιγράφει τη λίμνη ΚΕΡΚΙΝΗ και την αξιολογεί ως ένα από τα πιο σημαντικά ελληνικά υδάτινα συστήματα. Μιλάει για τον ΣΤΡΥΜΟΝΑ, τον ΑΞΙΟ, την οικολογική τους σημασία και τα εκατοντάδες είδη πουλιών που ζουν στην περιοχή.

ΠΟΤΑΜΟΣ ΣΤΡΥΜΟΝΑΣ

O Στρυμόνας (βουλ. Струма) είναι ποταμός της Βαλκανικής Χερσονήσουμε συνολικό μήκος 392 χιλιόμετρα, από τα οποία 274 βρίσκονται σε βουλγαρικό έδαφος και 118 σε ελληνικό. Στο ελληνικό έδαφος, ο ποταμός ρέει αποκλειστικά στο έδαφος του νομού Σερρών και μαζί με τονΑγγίτη που είναι ο κυριότερος ελληνικός παραπόταμός του, ανήκουν στην υδρογραφική λεκάνη της ανατολικής Μακεδονίας.

Η λεκάνη απορροής του καλύπτει έκταση 17.300 km2, από αυτά τα 11.035 km2 ανήκουν στην Βουλγαρία και την Π.Γ.Δ.Μ. και τα 6.295 km2 στην Ελλάδα, η δε μέση ετήσια απορροή του εκτιμάται σε 3.440 x 106 m3. Τα πετρώματα της λεκάνης απορροής του είναι κυρίως μεταμορφωμένα αποτελούμενα από γνευσίους, σχιστόλιθους καιμάρμαρα. Υπάρχουν, επίσης, εκρηξιγενή πετρώματα και μεταλλοφόρα ιζηματογενή. Σε ορισμένες θέσεις της κοίτης του υπάρχουν συγκεντρώσεις προσχωματικού χρυσού.

Ο ποταμός είναι πλούσιος σε φερτές ύλες που προσχώνουν συνεχώς στην πεδιάδα των Σερρών και τη Λίμνη Κερκίνη. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι μεταφέρονται τουλάχιστον τέσσερα εκατομμύρια (4.000.000) κυβικά μέτρα φερτών υλών ετησίως, σε μέση ετήσια απορροή 3,4 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων νερού. Το πλάτος του ξεπερνάει τα 250 μέτρα, ενώ το βάθος του φτάνει τα 3 μέτρα.

Πηγάζει από το όρος Βίτοσα (Витоша), νοτιοδυτικά της Σόφιας, σε υψόμετρο 2.200 μ. Ρέει προς Νότο, αρχικά πολύ ορμητικός μέσα από κρημνές χαράδρες, ενώ στη συνέχεια σχηματίζει μια εύφορη κοιλάδα ανάμεσα στα όρη Ρούγιεν και Ρίλα. Συνεχίζοντας προς Νότο, διανοίγει μια δίοδο ανάμεσα στα όρη Μάλες και Πιρίν και λίγο πριν την είσοδό του στο ελληνικό έδαφος δέχεται τα νερά του σημαντικότερου παραποτάμου του, του Στρούμιτσα, που πηγάζει από το όρος Πλακοβίτσα, στο νοτιοανατολικό άκρο της Γιουγκοσλαβίας.

Στην Ελλάδα εισέρχεται δυτικά του χωριού Προμαχώνας, δια μέσου των στενών της Κούλας ή του Ρούπελ που ο ίδιος έχει διανοίξει ανάμεσα στις οροσειρές της Κερκίνης (Μπέλες) και του Όρβηλου (Αγγίστρου). Στο σημείο αυτό λόγω της απότομης αλλαγής της κλίσης του εδάφους, ο ποταμός χάνει την ορμητικότητα του και χωρίζεται σε δύο κύριους κλάδους. Ο δυτικόςκλάδος εισέρχεται στη Λίμνη Κερκίνη και υπερχειλίζει στη νότια πλευρά της, στη συνέχεια ρέει προς τα νοτιοανατολικά μέχρι το σημείο που ενώνεται με τον ανατολικό μεγαλύτερο κλάδο και σχηματίζουν ενιαία κοίτη κοντά στο χωριό Λιθότοπος. Από το σημείο αυτό και σε μήκος 50 χιλιομέτρων μέχρι τη συμβολή του με τον Αγγίτη, η κοίτη του Στρυμόνα είναι τεχνητή, με αναχώματα και αρδευτικά κανάλια. H τεχνητή αυτή κοίτη κρίθηκε απαραίτητη, επειδή η αβαθής φυσική κοίτη υπήρξε στο παρελθόν αιτία εκτεταμένων καταστροφών από πλημμύρες. Τα αρδευτικά κανάλια αφαιρούν τον πλεονάζοντα όγκο νερού και ταυτόχρονα γονιμοποιούν την πεδιάδα. 

Ο Στρυμόνας συμβάλλει με τον Αγγίτη, ο οποίος πηγάζει στις νότιες παρυφές του Φαλακρού Όρους, πέντε χιλιόμετρα πριν τις εκβολές του. Στην θέση αυτή υπήρχε η αποξηραμένη σήμερα Λίμνη του Αχινού. Τέλος, ο Στρυμόνας διέρχεται ανάμεσα στα όρη Κερδύλλιο και Παγγαίο και εκβάλλει στον Στρυμονικό Κόλπο, ανατολικά του χωριού Νέα Κερδύλλια σχηματίζοντας μικρό δέλτα. Η περιορισμένη έκταση του δέλτα, οφείλεται στην επίδραση του κυματισμού και της κατά μήκος των ακτών διάχυσης των φερτών υλικών του ποταμού. Παλαιότερα, οι εκβολές του βρισκόταν ανατολικότερα από τις σημερινές. 

Στην Ελλάδα, οι κυριότεροι παραπόταμοι που τροφοδοτούν τον Στρυμόνα είναι ο Μπούτκοβας που ρέει στην μικρή κοιλάδα των Πορόιων, ο Εξάβης που πηγάζει από το Κερδύλλιο, ο Κρουσοβίτης που πηγάζει από τον Όρβηλο και ο Ξηροπόταμος που πηγάζει από το Μαυροβούνι. 

Παλαιότερα, ο Στρυμόνας, επειδή είχε αβαθή φυσική κοίτη, πλημμύριζε συχνά την πεδιάδα των Σερρών, όπως συχνές ήταν και οι αλλαγές της κοίτης καθώς και η δημιουργία μαιανδρισμών. Από τα 1.200.000 στρέμματα της πεδιάδας των Σερρών, το 63% κατελάμβαναν έλη, λίμνες, τέλματα και περιοδικά κατακλυζόμενες εκτάσεις και μόνον το 37% δεν απειλείτο από τις πλημμύρες, με τις οποίες ο Στρυμόνας προκαλούσε εκτεταμένες καταστροφές, ελώδεις πυρετούς και αποτελούσε την «κατάρα» της περιοχής. Για την τιθάσευση του Στρυμόνα και την ανάσχεση των πλημμυρών, την άρδευση 345.000 στρεμ. και την συγκράτηση των φερτών δημιουργήθηκε το 1932, η τεχνητή λίμνη της Κερκίνης, με την κατασκευή φράγματος στη θέση Λιθότοπος καθώς και αναχωμάτων. 

Στο βουλγαρικό έδαφος υπάρχει ένα υδροηλεκτρικό φράγμα, ενώ στο ελληνικό έχουν ανεγερθεί αρκετά μικρά φράγματα που εκτός από αρδευτικούς σκοπούς προστατεύουν από την ορμή των νερών τις υπάρχουσες γέφυρες, χωρίς όμως να παρεμποδίζουν την κυκλοφορία των ψαριών. Η κοιλάδα του Στρυμόνα αποτελεί την μοναδική δίοδο επικοινωνίας της Βουλγαρίας με την Ελλάδα και από αυτήν διέρχεται η οδός Θεσσαλονίκης – Σόφιας. 

Στις όχθες του ποταμού υπάρχει ποικιλία υδρόβιας βλάστησης από θάμνους που δίνουν ομορφιά στον ποταμό. Επικρατούν οιλεύκες, οι ιτιές, οι ακακίες και τα πλατάνια. Στα νερά του ζουν αρκετά είδη ψαριών, ανάμεσα στα οποία κυριαρχεί ο κυπρίνος και σε πολύ μικρότερες ποσότητες, τα τσιρόνια, οι πέρκες, οι γουλιανοί και τα χέλια. Την πανίδα του οικοσυστήματος του ποταμού συμπληρώνει πλήθος ζώων και πουλιών που φωλιάζουν στις όχθες του και είναι άμεσα εξαρτημένα από αυτόν. 

Στο βουλγαρικό έδαφος, ο ποταμός διασχίζει αραιοκατοικημένες περιοχές, ενώ η στενή κοιλάδα του, δεν επιτρέπει την εκτεταμένη χρήση γεωργικών φαρμάκων και λιπασμάτων. Έτσι, όταν εισέρχεται στη Ελλάδα, έχει μηδενική ρύπανση. Στην πεδιάδα των Σερρών, ο Στρυμόνας επιβαρύνεται από την χρήση λιπασμάτων και από βιομηχανικά απόβλητα μονάδων της περιοχής, εδώ και δεκαετίες, παρά την συνεχή προειδοποίηση ειδικών και επιστημόνων. Σημειωτέον πως μόνο στο ελληνικό τμήμα της λεκάνης απορροής του ποταμού υπάρχουν 261 βιομηχανικές εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν επικίνδυνες ουσίες. 

Πηγή: wikipedia

ΛΙΜΝΗ ΚΕΡΚΙΝΗ

Η Λίμνη Κερκίνη βρίσκεται στο Νομό Σερρών. Αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση υγροτόπου καθώς έχει δημιουργηθεί τεχνητά από την κατασκευή ενός φράγματος στο ρου του ποταμού Στρυμώνα πριν από αρκετές δεκαετίες (1932). Αν και αποτελεί τεχνητή μορφή υγροτόπου δημιουργήθηκε σε περιοχή όπου πορϋπήρχαν υγρότοποι, με τα εκτεταμένα έλη και βαλτώσεις εκτάσεις που τροφοδοτούσε ο ποταμός Στρυμόνας καθώς εισερχόταν στην πεδιάδα των Σερρών. 
Λόγοι κύρια αρδευτικοί και κατόπιν για τον έλεγχο των πλημμύρων στην περιοχή αποτέλεσαν το εφαλτήριο ώστε να υπάρχει σήμερα ένας από τους ομορφότερους υγροτόπους της Ελλάδας.. Η λίμνη περιβάλλεται από τα όρη Κερκίνη (Μπέλες) και Μαυροβούνι (Κρούσια) και ουσιαστικά εξυπηρετεί αρδευτικά σε πολύ μεγάλο βαθμό σχεδόν όλο τον κάμπο των Σερρών. Σήμερα έχει εξελιχθεί σε έναν χώρο όπου φιλοξενεί εκατοντάδες είδη πουλιών (περίπου 250) και συντηρεί αξιόλογους τύπους επιμέρους οικοσυστημάτων που ευνοούν τη βιοποικιλότητα της περιοχής. Για το λόγο αυτό η οικολογική σημασία της Λίμνης έχει αναγνωρισθεί ως πρώτης προτεραιότητας. 
Σχηματικά η λίμνη γεμίζει από τα νερά του Στρυμόνα που έρχονται από τα στενά του Ρούπελ, συγκρατεί αυτό το νερό με τα περιμετρικά αναχώματα και με το φράγμα στον Λιθότοπο. Τα νερά αυτά εξέρχονται από το φράγμα, με άνοιγμα των θυρών με ροή που α) εξασφαλίζει επάρκεια σε αρδευτικό νερό και β) δεν θα προκαλέσει πλημμύρες στις κάτω από το φράγμα πεδινές περιοχές (περιοχή Αχινού). Ουσιαστικά η ποσότητα που μπορεί να βγει από τις πόρτες του φράγματος είναι τόση όση μπορεί να αντέξει η μικρής διατομής και παροχετευτικότητας κοίτη του Στρυμόνα μέχρι την έξοδο του στον Στρυμονικό Κόλπο. Επομένως είναι πιθανόν να κρατείται μέσα στη λίμνη περισσότερο νερό από όσο χρειάζεται για άρδευση επειδή αν ανοίξουν περισσότερο οι πόρτες θα πλημμυρίσει η χαμηλότερη από το φράγμα περιοχή. Το στοιχείο αυτό είναι το κρίσιμο σημείο λειτουργίας του φράγματος και αποτελεί τον μεγάλο «βραχνά» των αρμόδιων δημόσιων υπηρεσιών που εργάζονται συστηματικά ώστε να αποκλείουν σταθερά ακόμη και την παραμικρή πιθανότητα πλημμύρας. Αυτό όμως έχει ως αποτέλεσμα ορισμένες χρονιές να παραμένει μέσα στη λίμνη περισσότερη ποσότητα νερού και με ύψος στάθμης που επηρεάζει πολλά στοιχεία της βιοποικιλότητας. Με ένα πιο ευαίσθητο στοιχείο τα νούφαρα της λίμνης και δευτερευόντως το μοναδικό υδροχαρές δάσος της Κερκίνης. Η Κερκίνη αποτελεί έναν από τους 11 ελληνικούς Υγροτόπους Διεθνούς Σημασίας (της σύμβασης Ραμσάρ) και ανήκει στις Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΙΒΑ). Καλύπτεται από την ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία, όπως η Οδηγία 79/409 της Ευρωπαϊκής `Ένωσης, ενώ επίσης αποτελεί περιοχή του προτεινομένου Ευρωπαϊκού Δικτύου "NATURA 2000" σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. 
Η έκταση της λίμνης δεν είναι σταθερή καθώς εξαρτάται από άνοιγμα και κλείσιμο των θυρών του φράγματος στην περιοχή Λιθότοπος, στο κάτω τμήμα της λίμνης. Κυμαίνεται από 40.000 τον χειμώνα έως 75.000 στρέμματα κατά την άνοιξη, όπου οι απαιτήσεις σε αρδευτικό νερό είναι μεγάλες. 

Απόσπασμα από άρθρο του Κυριάκου Σκορδά, Δασολόγου - Περιβαλλοντολόγου με τίτλο: Λίμνη Κερκίνη… Κάποιος τραβάει το χαλί (με τα νούφαρα) κάτω από τα πόδια της!