22 Δεκεμβρίου 2012

ΤΑ ΡΕΜΑΤΑ & ΤΟ ΠΕΡΙΑΣΤΙΚΟ ΔΑΣΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ | ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΑΝΤΙΠΛΗΜΜΥΡΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΤΟΠΙΟΥ

[κείμενο εργασίας]

Η ερευνητική αυτή  εργασία πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του μαθήματος «Αρχιτεκτονική Τοπίου. Θεωρία. Κριτική» του α’ εξαμήνου σπουδών του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Αρχιτεκτονική Τοπίου του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών και της Γεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ, το οποίο διδάσκει η καθηγήτρια Μ. Ανανιάδου – Τζημοπούλου, για το ακαδημαϊκό έτος 2009-2010. Εστιάζει στα ρέματά και το περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης. Ξεχασμένα, παρατημένα ή κακοποιημένα, τα ρέματα συνεχίζουν μέχρι σήμερα να διασχίζουν την πόλη, να φέρνουν κομμάτι του περιαστικού δάσους μέσα στον αστικό ιστό και να αποτελούν ακόμη και σήμερα, μια ευκαιρία για αξιοποίηση, μια ευκαιρία που οφείλουμε να υπενθυμίζουμε, να τονίζουμε, να προβάλλουμε σε κάθε περίπτωση. Πρόκειται για μία έρευνα κυρίως βιβλιογραφική, μια επισκόπηση των θεμάτων που αφορούν τα ρέματα της Θεσσαλονίκης και το περιαστικό δάσος, από 2 διαφορετικές οπτικές γωνίες: από την οπτική της υδραυλικής μηχανικής, που εστιάζει στην αντιπλημμυρική προστασία της πόλης και από την οπτική της αρχιτεκτονικής τοπίου, που αναδεικνύει την περιβαλλοντική κληρονομιά και επανακαθορίζει την χρήση των ρεμάτων ως τόπους συνάντησης, δράσης, αναψυχής. Για το λόγο αυτό η εργασία επιχειρεί να εισάγει, μέσω των ορισμών και κάποιων βασικών αρχών φιλοσοφίας και σχεδιασμού και των δυο κατευθύνσεων, τόσο τον πολιτικό μηχανικό στο πεδίο της αρχιτεκτονικής τοπίου, όσο και τον αρχιτέκτονα τοπίου στο πεδίο της υδραυλικής μηχανικής.
Σκοπός μιας τέτοιας εργασίας είναι, μέσω της καταγραφής των προτάσεων των δύο πεδίων, να προκαλέσει μια πρώιμη κριτική σκέψη ανάμεσα στις προτάσεις και τις πράξεις των φορέων που σχετίζονται με το αντικείμενο, να αναδείξει τις αδυναμίες της υφιστάμενης κατασκευαστικής φιλοσοφίας και πολιτικής, που οδήγησε σε κλείσιμο των ρεμάτων, αλλά και να επισημάνει την λανθασμένη αντιμετώπιση αυτών των ζωνών πρασίνου από τους ίδιους τους πολίτες της Θεσσαλονίκης, που τις απομόνωσαν από τον αστικό ιστό, καθιστώντας τες χώρους απόθεσης απορριμμάτων.
Είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό, πως καθώς ο χρόνος εξελίσσεται και η προστασία του περιβάλλοντος γίνεται (έστω και με αργούς ρυθμούς) κοινή συνείδηση των πολιτών και των κοινωνιών, ότι είναι δυνατή ακόμη η αντιστροφή της υφιστάμενης κατάστασης, με πλήρη αποκατάσταση και ανάδειξη των ρεμάτων, ακόμη και σε τμήματα που σήμερα είναι κλειστά. Και αν φαντάζει ουτοπικό σενάριο για τον ελλαδικό χώρο σήμερα, κοιτώντας τα παραδείγματα που ήδη υπάρχουν και τις περιβαλλοντικές πολιτικές που προτάσσονται και εφαρμόζονται για την ανακούφιση του περιβάλλοντος από όλο και περισσότερες κυβερνήσεις διεθνώς, γίνεται σαφές ότι η αειφορική περιβαλλοντική πολιτική μπορεί να οδηγήσει και σε τέτοιες προτάσεις.


[Χείμαρρος Λύτρα, οδός Δοϊράνης – 2010]

Το πρώτο κεφάλαιο της εργασίας ξεκινά με μια αναφορά στο κλίμα και τη γεωμορφολογία της Θεσσαλονίκης. Γίνεται μια καταγραφή των ρεμάτων της Θεσσαλονίκης και επισημαίνεται η τεράστια συμβολή του περιαστικού δάσους του Σέιχ – Σου στην αντιπλημμυρική προστασία της Θεσσαλονίκης, όπως και η οικολογική ισορροπία που προσφέρει η ύπαρξη του στην πόλη. 
Στο δεύτερο κεφάλαιο η εργασία προσεγγίζει τους ορισμούς και τις αρχές της αντιπλημμυρικής προστασίας, μέσα από την επιστήμη της υδραυλικής μηχανικής, ενώ στο τρίτο κεφάλαιο παραθέτονται τα έργα που έχουν κατασκευαστεί στην πόλη, αποτυπώνοντας την κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα ρέματα μέχρι σήμερα : αυτά που εξαφανίστηκαν κάτω από τεχνικά έργα υποδομής αλλά και αυτά που παραμένουν ανοιχτά μεν, αλλά δίχως αξιοποίηση ή προστασία, αποκομμένα από τον αστικό ιστό, κάποτε ακόμη και ως χώροι απόθεσης απορριμμάτων και άλλων άχρηστων αντικειμένων.
Στο τέταρτο κεφάλαιο επιχειρείται μια εισαγωγή στην Αρχιτεκτονική Τοπίου, με βασικούς ορισμούς και έννοιες που κρίθηκε σκόπιμο να ενταχθούν στην εργασία, στις αρχές στις οποίες βασίζεται ο σχεδιασμός και στον τρόπο που διαπραγματεύεται τις απαιτήσεις που προβάλλονται σήμερα πια, ως απολύτως αναγκαίες, και αφορούν την προστασία και την ανάδειξη του τοπίου. 
Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο καταγράφονται οι δράσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη μέσω συνεδρίων, ημερίδων, εκθέσεων, όλες μέσα από την οπτική της Αρχιτεκτονικής Τοπίου, με προτάσεις που έχουν κατατεθεί για την προστασία των ρεμάτων της πόλης και του περιαστικού δάσους, την αποκατάστασή τους και την απόδοσή τους στους κατοίκους της πόλης.
Συμπεράσματα:
Για πολλές δεκαετίες τα περισσότερα τεχνικά δημόσια έργα στην Ελλάδα έχουν μία διττή διάσταση κατά το σχεδιασμό τους, να επιλύσουν μέσω της κατασκευής κάποια προβλήματα (συγκοινωνιακά, ύδρευσης, αποχέτευσης κλπ) με κριτήρια αυστηρώς οικονομοτεχνικά, που αποσκοπούν σε μια σχεδιαστική λύση που συνδυάζει την ασφάλεια της κατασκευής με την οικονομία. Αυτή η αντιμετώπιση όμως σε ένα έργο που σχεδιάζει το τοπίο δεν προωθεί τον πολιτισμό. Τα έργα που κατασκευάζουμε είναι ένας από τους καθρέπτες του πολιτισμού και της κουλτούρας μας. Το λειτουργικό, το χρήσιμο πρέπει να είναι και όμορφο. Και αντίστροφα, το όμορφο πρέπει να είναι και λειτουργικό.
Όλοι μας, πολλές γενιές τώρα, από διάφορες θέσεις, σαν επιστήμονες, τεχνικοί, πολίτες και πολιτικοί αγνοήσαμε την πολιτιστική και περιβαλλοντική μας κληρονομιά και αγνοήσαμε τα τραγικά συμβάντα που συμβαίνουν σε διάφορα σημεία του κόσμου, αν και η δύναμη των μέσων ενημέρωσης προσφέρει και διαχέει την πληροφορία ακαριαία. Οι φυσικές καταστροφές, η μόλυνση του περιβάλλοντος, οι ζημιές που επέρχονται, οι ζωές που χάνονται, μας συγκλονίζουν στιγμιαία και εξαφανίζονται ακαριαία, με αποτέλεσμα την σταδιακή υποβάθμιση του περιβάλλοντος, που φτάνει σε κάποιες περιπτώσεις μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή.
Τα ρέματα της Θεσσαλονίκης, είναι τοπία που η πόλη και οι πολίτες της τα αμέλησαν και τα κακοποίησαν, που ενώ μπορούσαν να είναι ένας από τους λόγους που αγαπάμε τον τόπο μας, αντί αυτού, είναι ένας τόπος που πετάμε τα σκουπίδια μας.
Ξεκάθαρα, αυτό που λείπει είναι η περιβαλλοντική παιδεία. Οι νεότερες γενιές που γεννήθηκαν και μεγαλώνουν εν μέσω της κλιματικής αλλαγής, έχουν ήδη αναπτύξει βαθύτερο ενδιαφέρον για τη φύση και το περιβάλλον, αλλά το δύσκολο είναι να εκπαιδευτούν, να δράσουν και να αντιδράσουν κατάλληλα, οι προηγούμενες γενιές, είτε ως πολίτες, είτε ως φορείς της πολιτείας.  
Κατά την επεξεργασία και καταγραφή των στοιχείων της ερευνητικής αυτής εργασίας γίνεται αντιληπτό ότι τα περισσότερα τεχνικά έργα που επηρεάζουν με την κατασκευή τους το τοπίο, εν προκειμένω τα αντιπλημμυρικά, προγραμματίζονται, μελετώνται και κατασκευάζονται  μεμονωμένα από τα έργα αρχιτεκτονικής τοπίου. Αν και από τις εισηγήσεις και τις τοποθετήσεις των αντιπροσώπων των φορέων διαφαίνεται ότι τα αντιπλημμυρικά έργα πρέπει να συνοδεύονται από έργα προστασίας, αποκατάστασης και ανάδειξης του τοπίου, εντούτοις στην πράξη δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ. Προς αυτήν την κατεύθυνση, του ταυτόχρονου σχεδιασμού, μελέτης, χρηματοδότησης, κατασκευής και επίβλεψης δεν βοηθά καθόλου τόσο η δαιδαλώδης νομοθεσία, όσο και η οργάνωση των φορέων και των υπηρεσιών. Η διάχυση αρμοδιοτήτων σε τόσους φορείς διασπάει την ενιαία προσέγγιση με την οποία πρέπει να αντιμετωπίζεται ένα έργο που σχεδιάζει το χώρο. Όπως έχει ήδη επισημανθεί και σε πολλές από τις εισηγήσεις των συνεδρίων, χρειάζεται κωδικοποίηση της νομοθεσίας, αλλά και απλοποίησή της, μια ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση που να προωθεί την ολοκληρωμένη σχεδίαση και κατασκευή των έργων που σχεδιάζουν το χώρο και μεταμορφώνουν το τοπίο. Η πρόταση της σύστασης κατάλληλου επιτελικού φορέα, που θα προσεγγίζει ολοκληρωμένα τα έργα αρχιτεκτονικής τοπίου κρίνεται σημαντική, αφού η υπάρχουσα κατάσταση χαρακτηρίζεται από έλλειψη οργάνωσης και εμπλοκή αρμοδιοτήτων.
Τέλος, ένα σημείο που αξίζει να επισημανθεί, είναι αυτό που προκαλεί το εύλογο ερώτημα «γιατί δεν πραγματοποιούνται μεγάλα έργα αρχιτεκτονικής τοπίου στην πόλη μας;», αφού η αρχιτεκτονική τοπίου δεν εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια, ως μια σύγχρονη τάση. Είναι παρούσα στην πόλη μας πάνω από 30 χρόνια μέσα από δράσεις, συνέδρια, ημερίδες, προτάσεις, διαγωνισμούς, με στόχο να παράγει πολιτισμό του χώρου και να σχεδιάσει έργα που θα αναβαθμίζουν την ποιότητα της ζωής μας, με προτάσεις ευφάνταστες, δυναμικές, που αναγνωρίζουν το «πνεύμα» του τόπου αυτού και φέρνουν τη φύση μέσα στην πόλη. Παρόλα αυτά, ελάχιστα έργα αρχιτεκτονικής τοπίου κατασκευάστηκαν όλα αυτά τα χρόνια... 


Δεν υπάρχουν σχόλια: