Η μεταπτυχιακή
αυτή διατριβή συντάχθηκε στο πλαίσιο του Διατμηματικού Προγράμματος
Μεταπτυχιακών Σπουδών «Αρχιτεκτονική Τοπίου» του Τμήματος Αρχιτεκτονικής και
της Γεωπονικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κατά το
θερινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2010-2011.
Με το Ν.
3827/2010 κυρώθηκε από την Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Τοπίου ή Σύμβαση της
Φλωρεντίας, η πρώτη Διεθνής Σύμβαση για το Τοπίο, που αποτελεί ένα σημαντικό
βήμα για την αειφορική διαχείριση και προστασία του τοπίου στο σύνολο του
Ευρωπαϊκού χώρου.
Κατά
τη Σύμβαση, Τοπίο σημαίνει μία
περιοχή, όπως γίνεται αντιληπτή από ανθρώπους, του οποίου ο χαρακτήρας είναι το
αποτέλεσμα της δράσης και αλληλεπίδρασης των φυσικών και/ή ανθρώπινων
παραγόντων.[1]
Ο ορισμός αυτός για το τοπίο, το
περιγράφει ως χώρο φυσικό ή και ανθρωπογενή, αντιληπτό από τους ανθρώπους,
αποτέλεσμα φυσικών ή και ανθρωπογενών διεργασιών. Αποτελεί έναν ορισμό που μεταφέρει τις σύγχρονες αντιλήψεις για το
τοπίο, καθώς εμπεριέχεται η αντιληπτική, η πολιτισμική, η οικολογική και η κοινωνική
διάσταση του τοπίου.
Το τοπίο, τόσο
στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, έχει πληγεί σε μεγάλο βαθμό, σε πολλές δε
περιπτώσεις σε βαθμό μη ανατρέψιμο. Μέχρι
σήμερα ένας σημαντικός παράγοντας υποβάθμισης του τοπίου οφείλεται στην κατασκευή
τεχνικών έργων. Η αναπτυξιακή πορεία μιας χώρας συνοδεύεται από αρνητικές
συνέπειες στο περιβάλλον και το τοπίο της. Τα αναπτυξιακά και τα τεχνικά έργα, οι
νέες τεχνολογίες, οι εξελίξεις στις παραδοσιακές μεθόδους εκμετάλλευσης της γης
μετασχηματίζουν συνεχώς τα τοπία, μεταμορφώνουν το χώρο άναρχα, χωρίς μέτρο τις
περισσότερες φορές, με αποτέλεσμα την συνεχή υποβάθμιση, τόσο των φυσικών, όσο
και των υφιστάμενων ανθρωπογενών τοπίων.
Σε διεθνές
επίπεδο, η κοινωνία των πολιτών κατάφερε να επιβάλλει ολοκληρωμένες
περιβαλλοντικές πολιτικές. Οι σύγχρονες αντιλήψεις ανάπτυξης, όπως
περιγράφονται και στη Σύμβαση, επιδιώκουν να επιτύχουν βιώσιμη ανάπτυξη βασισμένη σε μια ισορροπημένη και αρμονική σχέση
μεταξύ των κοινωνικών αναγκών, οικονομικής δραστηριότητας και περιβάλλοντος. Το
τοπίο αποτελεί έναν πολιτισμικό τόπο, μια σύνθεση φυσικών, γεωμορφολογικών
χαρακτηριστικών και ανθρωπογενών – ιστορικών επιδράσεων, που συνιστά πόρο
ευνοϊκό για την οικονομική δραστηριότητα, του οποίου η προστασία, η διαχείριση
και ο σχεδιασμός μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Στην Ελλάδα
διαπιστώνεται καθυστέρηση στην παρακολούθηση και εφαρμογή των πολιτικών προστασίας
του περιβάλλοντος και του τοπίου. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, μέχρι πρόσφατα, δεν
στήριξαν ιδιαιτέρως τον τομέα του περιβάλλοντος. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και
Κλιματικής Αλλαγής (Υ.ΠΕ.Κ.Α.) μετρά λίγους μήνες αυτονομίας από το Υπουργείο
Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.), μια
«συν-κατοίκηση» που δημιουργούσε τριβές, καθώς το περιβάλλον αποτελεί συνήθως
αντίπαλη έννοια αυτής των δημοσίων έργων.
Τα δημόσια
έργα, δομικά έργα και υποδομές μεσαίας και μεγάλης κλίμακας, με ανεπαρκή
περιβαλλοντικό έλεγχο, με έλλειψη προδιαγραφών και οδηγιών σχεδιασμού του
τοπίου και οικονομοτεχνική φιλοσοφία σχεδιασμού, υποβάθμισαν σταδιακά το
ελληνικό τοπίο. Πολιτικές αποφάσεις όχι πάντα επιστημονικά τεκμηριωμένες,
οδήγησαν σε υπερβολική διάνοιξη δρόμων, σε αποξηράνσεις υγροτόπων λόγω απόδοσής
τους στη γεωργική εκμετάλλευση, σε οικιστική ή άλλη χρήση, σε κατασκευή μεγάλων
φραγμάτων και ταμιευτήρων, σε έργα υποδομής που μετασχημάτισαν το τοπίο. Η
προστασία, η διαχείριση και ο σχεδιασμός των τοπίων αυτών αποτελούν αντικείμενο
της αρχιτεκτονικής τοπίου.
Η αρχιτεκτονική
τοπίου, εκτός από το κατά παράδοση πεδίο εφαρμογών της (κηποτεχνία –
παρκοτεχνία), περιλαμβάνει από μεταπολεμικά και εντεύθεν μελέτες σχετικές με το
τοπίο έργων μεγάλης κλίμακας: δημόσια έργα (κτιριακά και υποδομής),
μετα-βιομηχανικά ανακτώμενες τοποθεσίες, αγρούς ή τομείς πόλεων και συχνά τους
οριακούς εγκαταλειμμένους ή ενδιάμεσους χώρους (in-between). Οδικά έργα, συγκοινωνιακά, ενεργειακά, υδραυλικά
και έργα εκμετάλλευσης φυσικού πλούτου αντιμετωπίζονται με όρους αισθητικής και
αντίληψης, οικολογίας και πολιτισμικότητας, όρους αρχιτεκτονικής τοπίου.[2]
Το αντικείμενο της διατριβής αυτής
διαπραγματεύεται τη διερεύνηση της υφιστάμενης κοινοτικής, διεθνούς και εθνικής
νομοθεσίας που αφορά την προστασία του τοπίου, τον τρόπο που εφαρμόζεται το
δίκαιο αυτό στην Ελλάδα (μέσω των διαθέσιμων νομικών κειμένων και θεσμικών εργαλείων
προστασίας, σχεδιασμού και διαχείρισης), τον τρόπο που η επιστήμη της
αρχιτεκτονικής τοπίου προτείνει τη μελέτη του τοπίου των τεχνικών έργων που
διαμορφώνουν το τοπίο και τέλος την εφαρμογή των αρχών και των προτάσεων της
αρχιτεκτονικής τοπίου σε δυο κατηγορίες έργων υποδομής: των υδραυλικών και των
οδικών.
Σκοπός είναι να αναδειχθεί και να προωθηθεί η
σημασία του τοπίου (αντιληπτική, οικολογική, πολιτισμική, κοινωνική), η
αναγκαιότητα της προστασίας του κάθε τοπίου, κατά τις επιταγές της Ευρωπαϊκής
Σύμβασης του Τοπίου, και ειδικότερα του τοπίου που υποδέχεται τα τεχνικά έργα.
Η διατριβή αποτελεί ερευνητικό έργο,
μια βιβλιογραφική έρευνα που έχει στόχο
να αποτελέσει εργαλείο πληροφόρησης, το οποίο συγκεντρώνει και οργανώνει τα
στοιχεία εκείνα που θα διευκολύνουν τον μελετητή του τοπίου να αποκτήσει μια όσο
το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την πολιτική τοπίου και τις προτάσεις της
αρχιτεκτονικής τοπίου στο σχεδιασμό του τοπίου των τεχνικών έργων.
Η μεθοδολογία
που εφαρμόζεται περιλαμβάνει αρχικά μια εκτεταμένη βιβλιογραφική έρευνα σε
δημοσιεύσεις, συγγράμματα και νομοθεσία, μια αναλυτική επεξεργασία των στοιχείων
αυτών και μια συνθετική εργασία των δεδομένων που αφορούν το θέμα, που οδηγεί
στο ίδιο το σύγγραμμα της διατριβής, στα συμπεράσματα και τις προοπτικές.
Στο πρώτο μέρος της διατριβής, με τίτλο «Υφιστάμενο νομικό πλαίσιο και
πολιτική τοπίου», παρουσιάζεται το ευρύ αντικείμενο της υφιστάμενης νομοθεσίας
και των εργαλείων που προσφέρει για να ασκηθεί μία πολιτική τοπίου. Στο 1ο κεφάλαιο, ξεκινώντας από τη
νομοθεσία της ασκούμενης περιβαλλοντικής πολιτικής, αποτυπώνονται μετά από τη
διερεύνηση της νομοθεσίας τα εδάφια εκείνα που αφορούν την προστασία του τοπίου
και αποτελούν επομένως την υφιστάμενη (και άτυπη) πολιτική τοπίου. Η παράθεση της
νομοθεσίας, συνοπτικά δοσμένης, αλλά με τις πηγές των φύλλων της κυβέρνησης που
έχουν δημοσιευτεί και τα άρθρα ή τις παραγράφους που αναφέρονται, βοηθούν στην
περαιτέρω αναζήτηση για εμβάθυνση κάποιου ειδικού νομικού ζητήματος. Επιλέχθηκε
να μεταφερθούν αυτούσια κάποια τμήματα των νομικών κειμένων που κρίθηκαν σημαντικά,
για λόγους πληρότητας, και για λόγους κατανόησης της υφιστάμενης νομικής πραγματικότητας.
Το 2ο κεφάλαιο εστιάζει στη
νομοθεσία και τα εργαλεία που εφαρμόζονται κατά τη μελέτη και την κατασκευή
δημοσίων έργων, σε σχέση με την προστασία, τη διαχείριση και το σχεδιασμό του τοπίου.
Στο δεύτερο μέρος της εργασίας, με τίτλο «Αρχιτεκτονική τοπίου
υδραυλικών και οδικών έργων» παρουσιάζεται ο τρόπος που η αρχιτεκτονική τοπίου
προτείνει την αντιμετώπιση της μελέτης του τοπίου των τεχνικών έργων, τα οποία
θεωρούνται έργα αρχιτεκτονικής τοπίου μεσαίας και μεγάλης κλίμακας (3ο
κεφάλαιο), και τις προτάσεις της για το σχεδιασμό του τοπίου των υδραυλικών έργων
(4ο κεφάλαιο) και των οδικών τοπίων (5ο κεφάλαιο).
Η διατριβή ολοκληρώνεται με τα Συμπεράσματα – Προοπτικές, όπου καταγράφονται
οι προθέσεις του νομοθέτη και της πολιτείας για το τοπίο, τα συμπεράσματα και
οι προτάσεις της διατριβής περί της αναγκαιότητας θεσμοθέτησης συγκεκριμένης,
σύγχρονης πολιτικής τοπίου μέσα από έναν ειδικό νόμο, που συναρθρώνει τις
απαιτήσεις για μια ολοκληρωμένη προστασία, διαχείριση και σχεδιασμό του τοπίου
και συνοπτικά η προσέγγιση της αρχιτεκτονικής τοπίου στο σχεδιασμό του τοπίου
των υδραυλικών και οδικών έργων.
[1] Άρθρο 1, Ν. 3827/2010, ΦΕΚ Α/30/25.2.2010, Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Τοπίου,
Εφημερίδα της Κυβέρνησης, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα
[2]
Ανανιάδου – Τζημοπούλου Μ., 2004, Τεχνικά έργα και διαμόρφωση τοπίου. Οδικά, συγκοινωνιακά,
ενεργειακά, υδραυλικά, εκμετάλλευσης φυσικού πλούτου, ΑΠΘ, Αρχιτεκτονική
Τοπίου, Οδηγός Μεταπτυχιακών Σπουδών, εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου